Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Σκέψεις για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο και την καταπολέμηση του φασισμού (του Δημήτρη Μπελαντή)

 
 Αναδημοσιεύουμε από το RED Notebook

Η έμφαση στο αντιρατσιστικό ξαναβάζει τη ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ στο παιχνίδι, τους δίνει ρόλο δημοκρατικής παράταξης, «πραγματικής Κεντροαριστεράς» και αντιπάλου της Δεξιάς, και δημιουργεί «δεσμούς» με την Αριστερά και την αντιφασιστική κοινωνική συνείδηση
 
Του Δημήτρη Μπελαντή

1. Το πολιτικό πρόβλημα: η συμμαχία ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ

Το γεγονός ότι η συμμαχία ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, μετά την πρωτοβουλία του Υπουργού Δικαιοσύνης Α. Ρουπακιώτη, έχει δώσει τέτοια έμφαση στην προώθηση αυτού  του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου ή, προσφάτως, αντίστοιχων προτάσεων νόμου, είναι απόλυτα εντεταγμένο στην κεντρική πολιτική συγκυρία. Τα κόμματα αυτά, έχοντας συνεπικουρήσει στρατηγικά την Νέα Δημοκρατία, και συχνά πρωτοστατήσει στην ιδεολογική της νομιμοποίηση, τώρα δέχονται τις αρνητικές συνέπειες της περιθωριοποίησης και του κινδύνου διαγραφής τους από τον πολιτικό χάρτη (βλ. και πρωτοβουλία των 5 για την Κεντροαριστερα κλπ).  Η έμφαση στο αντιρατσιστικό τα ξαναβάζει στο παιχνίδι, τους δίνει ρόλο δημοκρατικής παράταξης, «πραγματικής Κεντροαριστεράς» και αντιπάλου της Δεξιάς, και δημιουργεί «δεσμούς» με την Αριστερά και την αντιφασιστική κοινωνική  συνείδηση και κινητοποίηση. Λειτουργεί δηλαδή ως πολιτική κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Αυτό το γεγονός δεν έχει τύχει αρκετά της προσοχής μας.

Επιπλέον, η πολύ μεγάλη έμφαση στον νομοθετικό αντιρατσισμό και η αναβάθμισή του στην πολιτική σκηνή διαθέτει για αυτές τις δυνάμεις το πλεονέκτημα ότι μετατοπίζει την κεντρική πολιτική αντίθεση από την αντίθεση Μνημόνιο-Νεοφιλελευθερισμός/Αντιμνημόνιο–Κοινωνικός Ριζοσπαστισμός/ Αντικαπιταλισμός στην αντίθεση Φασισμός/ Αντιφασισμός, όπως την εννοούν οι ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ και κομμάτι του φιλελεύθερου χώρου. Δηλαδή, η Δεξιά αντιμετωπίζεται αρνητικά μόνο κατά το σκέλος της στήριξης και αλληλοτροφοδότησης με την Χρυσή Αυγή, ενώ υποβαθμίζεται ο ακραία νεοφιλελεύθερος και αντικοινωνικός χαρακτήρας της πολιτικής της.

Τέλος, η πρωτοβουλία των ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ ξαναθέτει επί τάπητος την λογική της καταπολέμησης των «δυο άκρων», αντιμετωπίζοντας τώρα το ένα από αυτά. Όμως, αυτή η πολιτική της στήριξης ενός «κεντρώου πολιτικού φάσματος», ενός «συνταγματικού φάσματος» με ποινικά μέσα και εργαλεία μπορεί αύριο να στραφεί κάλλιστα και κατά της ριζοσπαστικής Αριστεράς, της όλης Αριστεράς ή και του αντιεξουσιαστικού χώρου. Μπορεί σε αυτό το παιχνίδι να μπει αύριο και ο Σαμαράς, στην λογική να περιορίσει την επέκταση της Χρυσής Αυγής και να ενσωματώσει ένα τμήμα της αλλά και να καταστείλει αποτελεσματικότερα το κοινωνικό κίνημα. Η λογική της υπεράσπισης του «συνταγματικού φάσματος» με ποινικά μέσα, αν και εμφανίζεται ως αντιφασιστική πρωτοβουλία, μπορεί, όπως θα δείξουμε, να λειτουργήσει ως εργαλείο ενός τεχνοκρατικού, κοινοβουλευτικού, δήθεν «αντιακραίου» ολοκληρωτισμού, σαν αυτόν που πρεσβεύει εδώ και μήνες ο κ. Δένδιας. Κίνδυνος που συνυπάρχει εδώ και καιρό με τον άμεσο φασιστικό ολοκληρωτισμό.

2. Το πολιτικό πρόβλημα: η παρούσα  στάση της Δεξιάς

Η πόλωση που δημιούργησε ο πρωθυπουργός κατά των ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ για το ζήτημα του νομοσχεδίου Ρουπακιώτη έχει και αυτή σημαντικές διαστάσεις. Από την μια πλευρά, υπερασπίζεται τον εκλογικό και κοινωνικό του χώρο, ο οποίος διαθέτει σημαντικές οσμώσεις και σημεία επαφής με τον ακροδεξιό χώρο και αρνείται την ποινικοποίηση ουσιαστικά όχι του ρατσιστικού λόγου αλλά των ρατσιστικών πρακτικών. Επίσης, υπερασπίζεται συμβολικά τον χώρο της Δεξιάς ως πολιτικά αμυνόμενο έναντι μιας ενδεχόμενης νομοθετικής καταστολής πρακτικών αυτού του χώρου. Αλλά και αμύνεται έναντι μιας σημαντικής αντιφασιστικής κινητοποίησης τμημάτων της κοινής γνώμης καθώς και έναντι πιέσεων ενός καθεστωτικού «αντιφασισμού» εκ μέρους τομέων της γραφειοκρατίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέλος, η πρόσφατη μετατόπιση του Σαμαρά και της Νέας Δημοκρατίας και προς ορισμένες μορφές τυποποίησης του «εγκωμιασμού» δείχνει τους αυξημένους κινδύνους προς τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό, που προαναφέραμε. 

Το γεγονός ότι η Δεξιά αντιμάχεται την θέσπιση μιας αντιρατσιστικής νομοθετικής πρωτοβουλίας από μια φιλοακροδεξιά οπτική, καθιστά ανέφικτη μια στάση της Αριστεράς ως απολύτως μη εμπλεκόμενης με την υπόθεση αυτήν, μια στάση δηλαδή που απλώς νίπτει τας χείρας της. Μια τέτοια στάση θα παρουσίαζε την Αριστερά να αδιαφορεί έναντι της Δεξιάς, που στην πράξη συγκαλύπτει την ρατσιστική και φασιστική βία. Άρα, είμαστε ανοιχτοί προς μια ορισμένη νομοθετική παρέμβαση - αν και όχι την συγκεκριμένη που υπήρξε.  Η σύγκρουση με τον Σαμαρά  δεν σημαίνει ότι η Αριστερά  οφείλει να υιοθετήσει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο του κ. Ρουπακιώτη ή όποιο άλλο θα φέρουν οι ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ στην ίδια λογική. Ούτε και σημαίνει ότι υπήρξε ορθή η στάση του ΣΥΡΙΖΑ από την αρχή να παρουσιάζει το ζήτημα του αντιρατσιστικού ως την «μητέρα όλων των μαχών». Η από καιρό επισήμανση του ΣΥΡΙΖΑ ότι ζούμε σε ένα κοινοβουλευτικό κράτος έκτακτης ανάγκης δύσκολα συμβιβάζεται με την πεποίθηση ότι αυτό το κράτος μπορεί ειλικρινά και σε αντιφασιστική κατεύθυνση να εφαρμόσει μια ειδική αντιρατσιστική νομοθεσία. 

3. Το ιδεολογικό και στρατηγικό πρόβλημα: η αντιμετώπιση του φασισμού/ναζισμού/ρατσισμού
Στην λογική των ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ αλλά και ενός τμήματος της Αριστεράς εμφιλοχωρεί η αντίληψη ότι ο ναζισμός/φασισμός/στρατηγικός ρατσισμός  αποτελεί απλώς μια εγκληματική συμμορία και πλαίσιο δράσης, η οποία αντιμετωπίζεται με ποινικά νομοθετικά μέσα ή και με απαγόρευση πολιτικών κομμάτων. Η αντίληψη αυτή είναι απολύτως λανθασμένη. Η Χρυσή Αυγή δεν είναι απλώς μια συμμορία δολοφόνων, μπράβων και εγκληματιών, ούτε και απλή  οργανωτική μετεξέλιξη του «καθημερινού φασισμού», ο οποίος αναδυόταν επί δεκαετίες στην ελληνική κοινωνία. Είναι ένα μαζικό κοινωνικό ρεύμα, μέσα από την επεξεργασία και διόγκωση προϋπαρχουσών και παλαιότερων ακροδεξιών αντιλήψεων στο έδαφος της κοινωνικής κρίσης, της εξαθλίωσης/ανεργοποίησης μεγάλου τμήματος της εργατικής τάξης και της προλεταριοποίησης σημαντικού μέρους της μικροαστικής τάξης.

Όπως έχει δείξει ο Kershaw στο βιβλίο του για τον Χίτλερ, οι προϋπάρχουσες εθνικιστικές και φυλετικές αντιλήψεις της Γερμανίας του 19ου αιώνα δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον μαζικό ναζισμό χωρίς την εμπειρία του πολέμου, της κρίσης της Βαϊμάρης και της μεγάλης οικονομικής κρίσης του ’29.  Εκτός από μαζικό κοινωνικό ρεύμα, η Χρυσή Αυγή αποτελεί και εν εξελίξει δημιουργούμενο αντιδραστικό/φασιστικό κοινωνικό κίνημα α) με βαθιά κοινωνική εδραίωση, β) με ακτιβιστικά και οργανωτικά χαρακτηριστικά, γ) με τη χρήση της βίας και της πρόκλησης ως μέσων προπαγάνδας της πράξης και δ) με πολιτική-κομματική  και κοινοβουλευτική έκφραση. Το κίνημα αυτό πρωτοεμφανίστηκε στις υποβαθμισμένες γειτονιές της Αθήνας (Αχαρνών 2009) και επεκτάθηκε σταδιακά σε όλη την Ελλάδα εν μέσω της κρίσης και των μνημονιακών πολιτικών. Αυτό το κοινωνικό/ «κινηματικό» μόρφωμα δεν διαλύεται με πρακτικές διοικητικής ή νομοθετικής διάλυσης/απαγόρευσης (θα το ενίσχυαν, θα ξανάβγαινε με άλλη μορφή, θα άνοιγε ένας φαύλος κύκλος ηρωοποίησης των φασιστών κλπ), ούτε άμεσα ούτε έμμεσα.

Από καιρό έχουμε επισημάνει ότι το άρθρο 29 Συντάγματος 1975  για την οργάνωση πολιτικών κομμάτων -μετά την απάλειψη της σχετικής πρόβλεψης στο Σχέδιο Συντάγματος του 1975 με παρέμβαση της Αριστεράς και του Κέντρου-,  δεν αφήνει κανένα περιθώριο απαγόρευσης πολιτικού κόμματος, σε αντίθεση με το γερμανικό Σύνταγμα. Αλλά και ότι δεν είναι δυνατόν αυτό να συναχθεί έμμεσα (από Διεθνείς Συμβάσεις κλπ). Το ότι η ελληνική Δημοκρατία ως σήμερα υπήρξε σχετικά  ανοιχτή στην συστημική αλλαγή της και όχι «τεθωρακισμένη» υπήρξε κατάκτηση της Αριστεράς και των κοινωνικών αγώνων ιδίως κατά την μεταπολιτευτική περίοδο. Ήταν τα ψευτοσύνταγμα της χούντας και το Σχέδιο  Συντάγματος  του Καραμανλή το 1963 που προέβλεπαν την απαγόρευση των αντισυστημικών πολιτικών κομμάτων.

Όμως, τίθεται το ζήτημα πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί πολιτικά η φασιστική βία και η άνοδος του φασισμού στην χώρα μας. Εδώ δεν φτάνουν θεωρητικές τοποθετήσεις αλλά χρειάζονται και πρακτικά μέτρα. Η απάντηση είναι μία: πολιτικά. Με την ανάπτυξη ενός πλατιού Ενιαίου Μετώπου της Αριστεράς, και από τα πάνω και από τα κάτω, κατά των μνημονιακών πολιτικών και της φασιστικοποίησης ως ειδικού προϊόντος τους, αλλά και με την δημιουργία συμμαχιών παντού, ακόμη και με δημοκρατικά τμήματα της κοινωνίας που ευαισθητοποιούνται κατά του φασισμού χωρίς  να ανήκουν στην Αριστερά (όχι όμως με τις ηγεσίες των μνημονιακών κομμάτων, τα οποία υποκριτικά διαμαρτύρονται κατά των συνεπειών της κρίσης).

Η πολιτική  και κινηματική αντιμετώπιση του φασισμού και η κοινωνική του απομόνωση από τις δεξαμενές αναπαραγωγής του  είναι η μόνη μέθοδος  που από την ιστορική εμπειρία έχει επιφέρει χειροπιαστά αποτελέσματα, ενώ αντίθετα η συνταγματική/νομοθετική/διαλυτική μέθοδος  (Γερμανία από το 1956 μέχρι σήμερα παράλληλα και προς την απαγόρευση στα 1956-1968 του κομμουνισμού στην Δυτική Γερμανία ) έχει οδηγήσει σε μια συνεχή αναπαραγωγή του και μάλιστα στην περίπτωση της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και σε διόγκωσή του- σε συνδυασμό και με τις συνέπειες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. 

4. Υπάρχει στην Ελλάδα νομοθετικό οπλοστάσιο κατά του φασισμού/ ρατσισμού; 
Κατά την γνώμη μας, και σε αντίθεση με όσα υποστηρίζονται προς εφαρμογή της απόφασης-πλαισίου της ΕΕ 2008/913 /ΔΕΥ του Συμβουλίου της ΕΕ, υφίσταται ένα υπαρκτό, αν όχι επαρκές πλαίσιο για την καταπολέμηση της φασιστικής και ρατσιστικής βίας, αρκεί να εφαρμοστεί από τις εισαγγελικές, αστυνομικές και δικαστικές αρχές , οι οποίες κωφεύουν προς τούτο.

- Υπάρχουν όλες οι σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και των ειδικών ποινικών νόμων για την προστασία της ζωής, σωματικής ακεραιότητας, τιμής, αξιοπρέπειας των μεταναστών και όλων όσων δέχονται ρατσιστική και φασιστική βία ή επιθετικότητα.

-  Υπάρχουν οι συγκεκριμένες διατάξεις του Π.Κ. για την υποκίνηση και προτροπή σε συγκεκριμένες βίαιες πράξεις, πλημμεληματικές και κακουργηματικές (184 και 186 Π.Κ.). Υπάρχουν ακόμη και διατάξεις που ποινικοποιούν την διέγερση, πρόκληση συναισθημάτων μίσους, οι οποίες είναι ήδη αρκετά φρονηματικές ώστε θα έπρεπε να απαλειφθούν ή, όσον αφορά τον «εγκωμιασμό κακουργήματος» (185 Π.Κ.), να ερμηνευθούν πολύ στενά. Η κριτική των δημοκρατών και αριστερών νομικών επί δεκαετίες ήταν η ακριβώς αντίθετη από αυτήν των άκριτων υποστηρικτών του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου: ότι στην Ελλάδα ο μετεμφυλιακής έμπνευσης Ποινικός Κώδικας διατηρούσε αρκετά αδικήματα γνώμης ή τείνοντα προς το αδίκημα γνώμης. Αυτά θα έπρεπε, στα πλαίσια μιας νομοθετικής μεταρρύθμισης (όπως η γερμανική ποινική μεταρρύθμιση του 1968), να απαλειφθούν για να αχθούμε σε ένα καθαρό ποινικό δίκαιο της πράξης, και ιδίως της τιμώρησης συγκεκριμένων εξωτερικών συμπεριφορών που βλάπτουν ή διακινδυνεύουν κατά τρόπο συγκεκριμένο έννομα αγαθά. Ας θυμηθούμε εδώ και την συμβολή του αείμνηστου καθηγητή Γιάννη Μανωλεδάκη. 

- Υπάρχει η ειδικότερη νομοθεσία του ν. 927/1979, ο οποίος έχει εξειδικεύσει την υποκίνηση σε βιαιοπραγίες στην περίπτωση ατόμων που ανήκουν σε μια ορισμένη φυλετική ή εθνική καταγωγή (άρθρο 1). Η διάταξη αυτή θα μπορούσε να εμπλουτιστεί και σε περιπτώσεις άλλων ρατσιστικών αποκλεισμών (φύλο και κοινωνικό φύλο, θρησκεία, γενετήσιος προσανατολισμός κλπ). Το πρόβλημα με την διάταξη αυτήν όπως και με την ειδικότερη διάταξη του άρθρου 2 του νομοσχεδίου Ρουπακιώτη  είναι ότι αναφέρεται στην υποκίνηση και σε αμιγώς φρονηματικά στοιχεία και στάσεις («μίσος», εχθροπάθεια κλπ), πράγμα απαράδεκτο από μια δημοκρατική και δικαιοκρατική ποινική και πολιτική θεώρηση. Επίσης, είναι ένα ζήτημα αν η ρατσιστική εξύβριση του άρθρου 2 του ν. 927/1979, η οποία πρέπει να διατηρηθεί και να εμπλουτιστεί,  θα  πρέπει να περιλαμβάνει ακόμη και τοποθετήσεις στα πλαίσια θεωρητικών ή και επιστημονικών ή «επιστημονικών» μελετών.

-  Υπάρχει ήδη, για τις περιπτώσεις βίας –που «περιέργως» δεν περιλήφθηκαν στο νομοσχέδιο  Ρουπακιώτη – η δυνατότητα αξιολόγησης των ρατσιστικών ή όποιων άλλων κινήτρων κατά το άρθρο 79 παρ. 3 του Π.Κ αλλά και κατά τον ν. 2910/2001.

- Υπάρχει η προστασία από τον λόγο που προσβάλλει άτομα λόγω της φυλετικής τους κλπ καταγωγής  κατά το άρθρο 2 ν. 927/1979.

Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν έγκειται στην ανεπάρκεια του νομοθετικού οπλοστασίου. Έγκειται  πάνω από όλα  στην απροθυμία του κρατικού μηχανισμού να χτυπήσει ποινικά και υλικά τον φασισμό και στην συνέργεια και συνεργασία μαζί του.  Έγκειται στην αναπαραγωγή από τον καπιταλισμό της κρίσης  όχι μόνο της μαζικής περιθωριοποίησης και του  φυλετικού εθνικιστικού φανατισμού μέσα από νέα απεχθή φαντασιακά μορφώματα  αλλά και μορφών πια απολύτως κατασταλτικών εντός της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, όπως οι οιονεί δουλοκτητικες σχέσεις στην ύπαιθρο (βλέπε Μανωλάδα) ή και στην πόλη, σχέσεις που προσιδιάζουν στην ανάπτυξη ενός φιλοδουλοκτητικού και ακραία κανιβαλικού κοινωνικού ρεύματος. 

Θα μπορούσε λοιπόν να υπάρξει μια νομοθετική τροποποίηση με την έννοια του εμπλουτισμού/ενημέρωσης και δικαιοκρατικής κωδικοποίησης των ήδη νομοθετημάτων με επίκεντρο τον ν. 927/1979 και όσα έχουμε μάθει από την ισχνή εφαρμογή του.  Δεν θα έπρεπε, όμως, να περιλαμβάνει εγκλήματα εγκωμιασμού και άρνησης μαζικών ιστορικών εγκλημάτων. Αντιθέτως, θα μπορούσε πέρα από α) την ρατσιστική υποκίνηση και β) την ρατσιστική εξύβριση να περιλαμβάνει και ορισμένες επιβαρυντικές περιπτώσεις ρατσιστικών βίαιων εγκλημάτων με προσοχή πάντοτε στην νομοτεχνική  διατύπωση
του ρατσιστικού κινήτρου.

5.  Το μεγάλο ζήτημα του ελέγχου της ιστορικής αλήθειας και μνήμης : εγκωμιασμός των μαζικών ιστορικών εγκλημάτων
Όπως είναι από παλιότερα ή από άλλες νομοθεσίες  γνωστό, το ζήτημα της απαγόρευσης του εγκωμιασμού ή της άρνησης ιστορικών μαζικών εγκλημάτων δημιουργεί σοβαρά  και ανεπίλυτα δικαιοκρατικά και δημοκρατικά προβλήματα. Το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη αναφερόταν όχι μόνο στα εγκλήματα που έχουν διαγνωσθεί από τα Δικαστήρια της Νυρεμβέργης και του Τόκυο μετά τον Β’ ΠΠ (εγκλήματα του ναζισμού/φασισμού) αλλά και σε άλλα ιστορικά εγκλήματα κατά την έννοια της Συνθήκης της Γενεύης ή της Σύμβασης για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, γενοκτονία, εγκλήματα κατά του ανθρωπιστικού δικαίου του πολέμου), αρκεί αυτό να διαγνωσθεί αμετάκλητα από εθνικό ή διεθνές δικαστήριο. Όμως, είναι βέβαιο ότι μια δικαστική κρίση δεν μπορεί να επιλύσει σημαντικές ή ασήμαντες  ιστορικές διχογνωμίες. Ούτε να βάλει την βάση για τον ποινικό έλεγχο της ιστορικής αλήθειας. Δυο παραδείγματα :

- Μπορούμε να ποινικοποιήσουμε την άρνηση της «σφαγής του Κατίν»; Και αν ναι, αυτό δεν θα σήμαινε την ποινικοποίηση όσων ισχυρίζονται –λάθος, αλλά αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο– ότι αυτή έγινε από τον ναζισμό και όχι από την σταλινική γραφειοκρατία (δηλαδή των μελών και φίλων του ΚΚΕ); Ή της άρνηση των εγκλημάτων/ «εγκλημάτων»  του Στάλιν, του Λένιν ή του Μάο;  Ή και αυτής ακόμης της γαλλικής «κυριαρχίας του τρόμου» το 1793; 

- Μπορούμε να συμφωνήσουμε ως κοινωνία  στο ποιες πράξεις μαζικής πολιτικής βίας ήταν γενοκτονίες ή όχι και μάλιστα να αναθέσουμε την τελική κρίση για αυτό σε έναν ποινικό δικαστή; Αν, λόγου χάρη, κάποιοι Έλληνες πολίτες τουρκικής εθνικότητας, αρνηθούν την γενοκτονία των Αρμενίων, θα τους πάμε στον ποινικό δικαστή; Αν κάποιοι αντιεθνικιστές, με ή χωρίς εισαγωγικά, αρνηθούν την «γενοκτονία των Ποντίων», θα είναι ποινικά κολάσιμοι; 

Για να μην μακρυγορήσουμε, θα θέλαμε να επιμείνουμε, με βάση την εμπειρία της ποινικοποίησης του «ακραίου  λόγου» διεθνώς, ότι ο πολιτικός λόγος κάθε μορφής, και ιδίως αυτός που αποτιμά ιστορικές εμπειρίες, πρέπει να ποινικοποιείται τότε μόνο όταν από αυτόν απορρέει κίνδυνος συγκεκριμένης πράξης βίας και όχι όταν απορρέει αφηρημένος κίνδυνος κατά της δημόσιας τάξης ή κατά άλλων αγαθών. Όπως επισήμανε παλαιότερα το Συνταγματικό Δικαστήριο των ΗΠΑ (και αυτή η εμπειρία έχει πολιτική και όχι απλώς θεωρητική αξία και μάλιστα προερχόμενη από μια χώρα εν πολλοίς αντιδημοκρατική και έντονα ρατσιστική ), ο ακραίος λόγος είναι αξιόποινος, όταν από το περιεχόμενο του προκύπτει «σαφής και παρών» ή «συγκεκριμένος» κίνδυνος βίας (speech as a trigger to action).

Μετά από πολλές διακυμάνσεις [τοποθέτηση του δικαστή O.W. Holmes στην υπόθεση Schenk (1917), υπόθεση Whitney vs California (1922), υπόθεση Dennis (1947) όπου ανατράπηκε η φιλελεύθερη νομολογία  λόγω του Ψυχρού Πολέμου,  η υπόθεση Brandenburg vs Ohio του 1967 όπου το Δικαστήριο  επανήλθε σε αυτήν κλπ], σταθεροποιήθηκε μια νομολογία που ποινικοποιεί μόνο τον λόγο που άμεσα και συγκεκριμένα οδηγεί σε βίαιες πράξεις. Αυτές οι δημοκρατικές νομικές κατακτήσεις (που τέθηκαν σε άμεσο κίνδυνο και στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου), όχι μόνο  δεν πρέπει να εγκαταλειφθούν αλλά να γίνουν αντικείμενο υπεράσπισης από την Αριστερά στην Ελλάδα και διεθνώς. Σε διαφορετική περίπτωση, το ζήτημα των εγκλημάτων γνώμης ή φρονήματος θα επανέλθει στην ελληνική κοινωνία από το παράθυρο, περίπου σαράντα χρόνια αφότου το διώξαμε από την πόρτα.    

6. Το ζήτημα των διεθνών δεσμεύσεων της χώρας

Κατά την γνώμη μας, η απόφαση-πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι εκκινεί από τις καλύτερες προθέσεις, δεν συνεπάγεται μια νομική και πολιτική δέσμευση της Ελλάδας και μάλιστα με την μορφή της απαγόρευσης του εγκωμιασμού ή της άρνησης μαζικών ιστορικών εγκλημάτων, αφού δεν αποτελεί Διεθνή Σύμβαση αλλά ούτε και ενωσιακό δίκαιο κατά την στενότερη έννοια. Επιπλέον, η απόφαση αυτή κατά τρόπο επικίνδυνο ανοίγει και ζητήματα για εγκλήματα κατά ομάδων σχετικά με την κοινωνική θέση, τις πολιτικές πεποιθήσεις κλπ (ζητήματα δηλαδή ταξικών ιστορικών εγκλημάτων). Ζητήματα μπορούν να τεθούν, αντιθέτως,  σε σχέση με την Διεθνή Σύμβαση για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων του 1965, που έχει κυρωθεί από την Ελλάδα το 1970 και η οποία αναφέρεται στην απαγόρευση της διάδοσης ιδεών υπέρ των φυλετικών διακρίσεων. Όμως, η εφαρμογή αυτής της Σύμβασης και υφίσταται και μπορεί να εμπλουτισθεί χωρίς να οδηγήσει στην συρρίκνωση της ελευθερίας πολιτικού λόγου αφού α) το κείμενό της αναφέρεται και στην διασφάλιση άλλων δικαιωμάτων που  προστατεύονται από την Οικουμενική Διακήρυξη του ΟΗΕ και β) η εφαρμογή της δεν μπορεί να οδηγήσει σε παραβίαση του υπερκείμενου αυτής ισχύοντος Συντάγματος.

7. Έξοδος: η υποτίμηση του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού.

Είναι απολύτως υγιής η κοινωνική και πολιτική  ευαισθητοποίηση για να ανασχεθεί εδώ και τώρα η ανάπτυξη του νεοναζισμού στην Ελλάδα. Πρωτοβουλίες, εθνικές ή διεθνείς, που βοηθούν προς αυτό πρέπει να αξιοποιηθούν με την επιφύλαξη της πρωτευόντως πολιτικής και δευτερευόντως νομοθετικής μεθόδου. Πρέπει, όμως, να κατανοήσουμε ότι ο σύγχρονος ολοκληρωτικός κίνδυνος δεν φορά αποκλειστικά ή μόνο τα γκροτέσκα και φαντεζί  χρώματα της Χρυσής Αυγής . Μπορεί να προσλάβει -σε συνεργασία με την Χρυσή Αυγή- και την μορφή νομοθεσιών, γκρίζα τεχνοκρατικών, κατά της ελευθερίας πολιτικού λόγου και πολιτικής οργάνωσης των «άκρων» και ιδίως του ριζοσπαστικού- αντικαπιταλιστικού «άκρου». Κοινωνικά φαντασιακά, όπως αυτό του «βασικά ποινικού αντιφασισμού» ή ακόμη χειρότερα της «πολιτικής ορθότητας» μπορούν, ανεξάρτητα από προθέσεις, να συμβάλουν σε αυτήν την κατεύθυνση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου