Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Όταν οι Καναδοί έμαθαν ότι οι χρηματοδοτούμενες από τις εταιρείες «δεξαμενές σκέψης» είχαν κατασκευάσει την «κρίση του δημοσιονομικού ελλείμματος», δεν είχε πλέον καμία σημασία: Οι δημοσιονομικές περικοπές είχαν ήδη γίνει.(Ναόμι Κλάϊν, Το Δόγμα του Σοκ, κεφ.12)





 

ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΟΥ ΣΟΚ

Naomi Klein

 

κεφάλαιο 12  

 

(σελ. 332 - σελ. 353)

 

Η KΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

 

 Η ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΧΥΔΑΙΑΣ ΑΓΟΡΑΣ


«Γίνατε ο πληρεξούσιος όλων όσοι σε κάθε χώρα επιδιώκουν
να θεραπεύσουν τα κακώς κείµενα µέσω του ορθολογικού
πειραµατισµού στο πλαίσιο του υφιστάµενου κοινωνικού
συστήµατος. Αν αποτύχετε, η δυνατότητα ορθολογικής
αλλαγής θα αντιµετωπιστεί µε καχυποψία σε ολόκληρο
τον κόσµο, αφήνοντας την ορθοδοξία και την επανάσταση
να αντιπαλεύουν».
 
Τζον Μέιναρντ Κέινς, επιστολή στον Πρόεδρο Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ, 1933
 

Τη µέρα που πήγα να συναντήσω τον Τζέφρι Σάκς, τον Οκτώβριο του 2006, η σιγανή βροχή που έπεφτε από τον γκρίζο ουρανό της Νέας Υόρκης διακοπτόταν κάθε δέκα βήµατα περίπου από έvτονες λάµψεις κόκκινου. Ήταν η βδοµάδα της φιλανθρωπικής εκατρατείας για την αγορά επώνυµων προϊόντων σε κόκκινο χρώµα την οποία είχε οργανώσει ο Μπόνο. Σε διαφηµιστικές πινακίδες πάνω από το κεφάλι σου αιωρούνταν κόκκινα iPod και γυαλιά ηλίου Armani, σε κάθε στάση λεωφορείου µπορούσες να δεις τον Στίβεν Σπίλµπεργκ ή την Πενέλοπε Κρουζ µε ένα διαφορετικό κόκκινο αξεσουάρ, όλα τα καταστήµατα της Gap στην πόλη πουλούσαν προϊόντα σε κόκκινο χρώµα και το κατάστηµα της Apple στην Πέµπτη Λεωφόρο εξέπεµπε µια κοκκινωπή λάµψη. «Μπορεί ένα γιλέκο να αλλάξει τον κόσµο;» ρωτούσε µια διαφήµιση. Ναι, µπορεί, µας διαβεβαίωνε στη συνέχεια, επειδή ένα µέρος από τα κέρδη θα πήγαινε στο Παγκόσµιο Ταµείο για την Καταπολέµηση του AIDS, της Φυµατίωσης και της Ελονοσίας. «Ψωνίζετε µέχρι να τις σταµατήσουµε!» είχε πει ο Μπόνο στην τηλεοπτική εκπομπή της Όπρα που είχε γίνει για την προώθηση των πωλήσεων σε κόκκινο χρώμα δύο μέρες πριν!

Είχα το προαίσθημα ότι οι περισσότεροι δημοσιογράφοι που θα μιλούσαν με τον Σάκς εκείνη τη βδομάδα θα ρωτούσαν το διάσημο οικονομολόγο για αυτόν το νεωτεριστικό τρόπο συγκέντρωσης χρημάτων για οικονομική βοήθεια. Σε τελική ανάλυση, ο Μπόνο αποκαλούσε τον Σάκς «καθηγητή μου» και μια φωτογραφία των δύο αντρών με υποδέχτηκε καθώς έμπαινα στο γραφείο του δεύτερου στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια (είχε φύγει από το Χάρβαρντ το 2002). Αισθανόμουν ότι δεν ταίριαζα με την ατμόσφαιρα αυτής της λαμπερής φιλανθρωπικής εκστρατείας, επειδή ήθελα να μιλήσω στον καθηγητή για το λιγότερο αγαπημένο θέμα του, το οποίο τον είχε κάνει να απειλεί δημοσιογράφους ότι θα τους έκλεινε το τηλέφωνο εν μέσω τηλεφωνικών συνεντεύξεων. Ήθελα να τον ρωτήσω για τη Ρωσία και για το τι δεν πήγε καλά εκεί.

Ήταν στη Ρωσία όπου, μετά το πρώτο έτος της θεραπείας-σοκ, ο Σάκς ξεκίνησε τη δική του μετάβαση, μεταμορφωνόμενος από παγκόσμιο δόκτορα του σοκ σε έναν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της αύξησης της βοήθειας στις χώρες που είχαν πτωχεύσει. Μια μετάβαση η οποία στα χρόνια που ακολούθησαν τον οδήγησε σε σύγκρουση με τους πρώην συναδέλφους και συνεργάτες του στους κύκλους της «ορθόδοξης» οικονομικής σκέψης. Ο Σάκς πίστευε ότι δεν ήταν αυτός που είχε αλλάξει: Πάντα ήταν αφοσιωμένος στην παροχή βοήθειας σε χώρες ώστε να αναπτύσσουν οικονομίες της αγοράς μέσω της οικονομικής αρωγής και της διαγραφής χρεών. Για χρόνια μπορούσε να επιτυγχάνει αυτόν το στόχο συνεργαζόμενος με το ΔΝΤ και με το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ. Όμως, όταν πήγε στη Ρωσία, η γενική κατεύθυνση των συζητήσεων είχε αλλάξει και η αδιαφορία με την οποία τον αντιμετώπισαν οι επίσημοι αξιωματούχοι τον συγκλόνισε και τον οδήγησε σε αντιπαράθεση με το οικονομικό κατεστημένο της Ουάσινγκτον.


Εξετάζοντας τα πράγματα εκ των υστέρων, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η περίπτωση της Ρωσίας αποτέλεσε την έναρξη ενός νέου κεφαλαίου στην εξέλιξη της σταυροφορίας της Σχολής του Σικάγου. Στα προηγούμενα εργαστήρια της θεραπείας-σοκ, τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και το ΔΝΤ είχαν προσπαθήσει να κάνουν τα πειράματα να μοιάζουν τουλάχιστον επιφανειακά επιτυχημένα ακριβώς επειδή ήταν πειράματα που αποσκοπούσαν στο να χρησιμεύσουν ως πρότυπα για άλλες χώρες. Οι λατινοαμερικανικές δικτατορίες της δεκαετίας του 1970 ανταμείφθηκαν για τις επιθέσεις τους εναντίον των συνδικάτων και για το άνοιγμα των συνόρων με τη σταθερή χορήγηση δανείων, παρά τις όποιες αποκλίσεις από την ορθοδοξία της Σχολής του Σικάγου, όπως η διατήρηση υπό κρατικό έλεγχο των μεγαλύτερων ορυχείων χαλκού του κόσμου στη Χιλή και ο αργός ρυθμός των ιδιωτικοποιήσεων στην Αργεντινή. Στη Βολιβία, την πρώτη δημοκρατική χώρα που υιοθέτησε τη θεραπεία-σοκ τη δεκαετία του 1980, χορηγήθηκε οικονομική βοήθεια και διαγράφτηκε ένα μέρος του χρέους της πολύ πριν ο Γκόνι επισπεύσει τις ιδιωτικοποιήσεις τη δεκαετία του 1990. Στην Πολωνία, την πρώτη χώρα του πρώην Ανατολικού Μπλοκ που επέβαλε τη θεραπεία-σοκ, ο Σάκς δε δυσκολεύτηκε να εξασφαλίσει μεγάλα δάνεια, παρότι, για μία ακόμα φορά, οι μείζονες ιδιωτικοποιήσεις επιβραδύνθηκαν και πραγματοποιήθηκαν σταδιακά όταν εκδηλώθηκαν ισχυρές αντιδράσεις στο αρχικό σχέδιο.

Η περίπτωση της Ρωσίας ήταν διαφορετική. «Πολύ σοκ και ελάχιστη θεραπεία» ήταν η ευρέως διαδεδομένη ετυμηγορία. Οι Δυτικές δυνάμεις απαιτούσαν ανυποχώρητα τις πιο οδυνηρές «μεταρρυθμίσεις», ενώ ταυτόχρονα ήταν εξαιρετικά φειδωλές στα ποσά της βοήθειας που πρόσφεραν ως αντάλλαγμα. Ακόμα και ο Πινοτσέτ μπόρεσε να απαλύνει τον πόνο της θεραπείας-σοκ με προγράμματα σίτισης για τα πιο φτωχά παιδιά. Όμως οι δανειστές της Ουάσινγκτον δεν έβλεπαν για ποιο λόγο έπρεπε να βοηθήσουν τον Γέλτσιν να κάνει το ίδιο. Αντίθετα, ώθησαν τη χώρα σε ένα χομπσιανό εφιάλτη.

 
Τζέφρυ Σάκς, επικεφαλής της ομάδας του ΔΝΤ
για την εφαρμογή του δόγματος-σοκ στη Ρωσία

Το να συζητήσεις ουσιαστικά με τον Σάκς για τη Ρωσία δεν είναι εύκολο. Έλπιζα ότι θα κατάφερνα να οδηγήσω τη συζήτηση εκεί που ήθελα, ξεπερνώντας την αρχική αμυντική στάση του («Είχα δίκιο και είχαν εντελώς άδικο» μου είπε. Και πρόσθεσε: «Ρωτήστε τον Λάρι Σάμερς, μη ρωτάτε εμένα. Ρωτήστε τον Μπομπ Ρούμπιν, ρωτήστε τον Κλίντον, ρωτήστε τον Τσέινι αν είναι ικανοποιημένοι με τον τρόπο που εξελίχτηκαν τα πράγματα στη Ρωσία»), Ήθελα, επίσης, να τον κάνω να μου μιλήσει χωρίς να παρασύρεται από την ειλικρινή απελπισία του («Προσπαθούσα να κάνω κάτι, που όμως αποδείχτηκε εντελώς άχρηστο»). Ο στόχος μου ήταν να καταλάβω καλύτερα για ποιό λόγο είχε αποτύχει, για ποιο λόγο η περίφημη τύχη του Τζέφρι Σάκς τον είχε εγκαταλείψει στη συγκεκριμένη περίπτωση.
 Ο Σάκς ισχυρίζεται ότι κατάλαβε πως τα πράγματα ήταν διαφορετικά από την πρώτη στιγμή που έφτασε στη Μόσχα. «Το διαισθάνθηκα αμέσως. [ ...] Ήμουν έξαλλος από την πρώτη στιγμή». Η Ρωσία αντιμετώπιζε «μια πρώτης τάξεως μακροοικονομική κρίση, μια από τις πιο έντονες και ασταθείς noυ εiδα ποτέ στη ζωή μου», μου είπε. Κατά τη γνώμη του, η διέξοδος ήταν ξεκάθαρη: τα μέτρα της θεραπείας-σοκ που είχε συστήσει για την Πολωνία, «ώστε οι βασικές δυνάμεις της αγοράς να αρχίσουν να λειτουργούν γρήγορα, συν μια πολύ μεγάλη βοήθεια. Την υπολόγιζα σε 30 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, που, σε γενικές γραμμές, θα κατανέμονταν σε 15 δισεκατομμύρια δολάρια για τη Ρωσία και σε 15 δισεκατομμύρια δολάρια για τις υπόλοιπες Δημοκρατίες, προκειμένου να πραγματοποιηθεί μια ειρηνική και δημοκρατική μετάβαση».
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο Σάκς έχει μια εξαιρετικά επιλεκτική μνήμη σε ό,τι αφορά τα δρακόντεια μέτρα που προώθησε τόσο στην Πολωνία όσο και στη Ρωσία. Στη συνέντευξη που μου έδωσε αποσιώπησε συστηματικά τις εκκλήσεις του για γρήγορες ιδιωτικοποιήσεις και μεγάλες περικοπές (δηλαδή, για θεραπεία-σοκ, την οποία σήμερα αποκηρύσσει, ισχυριζόμενος ότι υποστήριζε μόνο μια περιορισμένης κλίμακας πολιτική τιμών και όχι την ολική αναμόρφωση των χωρών). Σύμφωνα με όσα θυμάται για το ρόλο που διαδραμάτισε, η θεραπεία-σοκ ήταν ένα δευτερεύον ζήτημα, ενώ το ενδιαφέρον του εστιαζόταν αποκλειστικά στη συγκέντρωση κεφαλαίων. Υποστηρίζει ότι το σχέδιό του για την Πολωνία προέβλεπε «ένα ταμείο σταθεροποίησης, τη διαγραφή του χρέους, μια βραχυπρόθεσμη χρηματοοικονομική βοήθεια, την ενσωμάτωση στη δυτικοευρωπαϊκή οικονομία. [ ... ] Όταν η ομάδα του Γέλτσιν μου ζήτησε να τους βοηθήσω, τους πρότεινα, σε γενικές γραμμές, το ίδιο σχέδιο».*

Δε χωράει καμία αμφισβήτηση για το κομβικό γεγονός στον απολογισμό του Σάκς: Η διασφάλιση μιας μείζονος οικονομικής βοήθειας αποτελούσε τον κεντρικό πυλώνα του σχεδίου του για τη Ρωσία αυτό ήταν το κίνητρο ώστε ο Γέλτσιν να αποδεχτεί το πρόγραμμα. Ο Σάκς ισχυρίζεται ότι βάσισε το όραμά του στο Σχέδιο Μάρσαλ, βάσει του οποίου οι ΗΠΑ έδωσαν 12,6 δισεκατομμύρια δολάρια (130 δισεκατομμύρια σημερινά δολάρια) στην Ευρώπη για να ανοικοδομήσει τη βιομηχανία και τις υποδομές της μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ένα σχέδιο που θεωρείται η πιο επιτυχημένη διπλωματική πρωτοβουλία της Ουάσινγκτον. Σύμφωνα με τον Σάκς, το Σχέδιο Μάρσαλ απέδειξε ότι, «όταν μια χώρα βρίσκεται σε αναταραχή, δεν μπορείς να περιμένεις ότι θα σταθεί πάλι στα πόδια της µε συνεπή τρόπο από µόνη της. Άρα αυτό που κυρίως µε ενδιέφερε στο Σχέδιο Μάρσαλ [ ... ] είναι πώς µια µικρή ένεση ρευστού δηµιούργησε τη βάση ώστε να πραγµατοποιηθεί η οικονοµική ανάκαµψη [της Ευρωπης]». Αρχικά ήταν πεπεισµένος ότι υπήρχε παρόμοια πολιτική βούληση στην Ουάσινγκτον προκειµένου η Ρωσία να µετατραπεί σε µια χώρα µε επιτυχηµένη καπιταλιστική οικονοµία, όπως ακριβώς είχε υπάρξει γνήσια δέσµευση για την οικονοµική ανάκαµψη της Γερµανίας και της Ιαπωνίας µετά το Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο.
______________________________________________________________
‘Όπως αναφέρει ο Τζον Κάσιντι σε ένα άρθρο του στο New Yorker που δημοσιεύτηκε το 2005, .είναι γεγονός ότι τόσο στην Πολωνία όσο και στη Ρωσία ο Σάκς ευνοούσε μια ευρείας κλίμακα αναμόρφωση της κοινωνίας και όχι μια βαθμιαία αλλαγή και την οικοδόμηση θεσμών. Η καταστροφική πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Παρότι οι περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις πραγματοποιήθηκαν μετά τα τέλη του 1994, όταν ο Σάκς είχε φύγει από τη Ρωσία, το αρχικό πολιτικό πλαίσιο τέθηκε το 1992 και το 1993, όταν βρισκόταν ακόμα στη χώρα». (Σ.τ.Σ.)
______________________________________________________________

Ο Σάκς ήταν βέβαιος ότι θα µπορούσε να αποσπάσει την έγκριση του Υπουργείου Οικονοµικών των ΗΠΑ και του ΔΝΤ για ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ, επειδή ήταν «ίσως ο πιο σηµαντικός οικονοµολόγος στον κόσµο», όπως τον είχαν χαρακτηρίσει οι New York Times εκείνη την περίοδο. Όταν ήταν σύµβουλος της πολωνικής κυβέρνησης, θυµάται ότι «είχα πάει στο Λευκό Οίκο και είχα συγκεντρώσει 1 δισεκατοµµύριο δολάρια µέσα σε µία µέρα». Όµως, µου εξοµολογήθηκε, «όταν πρότεινα να γίνει το ίδιο και στη Ρωσία, δεν υπήρξε το παραµικρό ενδιαφέρον. Στο ΔΝΤ µε κοιτούσαν σαν να ήµουν τρελός».

Παρόλο που ο Γέλτσιν και οι σύµβουλοί του είχαν πολλούς θαυµαστές στην Ουάσινγκτον, κανείς δεν ήταν πρόθυµος να τους δώσει την οικονοµική βοήθεια που ζητούσαν. Αυτό σήµαινε ότι ο Σάκς είχε προτρέψει τον Γέλτσιν να εφαρµόσει νεοφιλελεύθερες πολιτικές στη Ρωσία, αλλά δεν µπορούσε να τηρήσει αυτά που είχε υποσχεθεί. Ήταν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου που άρχισε να κάνει την αυτοκριτική του. «Το µεγαλύτερο προσωπικό µου λάθος ήταν ότι είπα στον Πρόεδρο Μπορίς Γέλτσιν: “Μην ανησυχείς, η βοήθεια είναι καθ’οδόν”. Ήµουν βαθιά πεπεισµένος πως η οικονοµική βοήθεια ήταν πολύ σηµαντική και είχε υπερβολικά καθοριστική σηµασία για τη Δύση για να κάνουν ένα τόσο σοβαρό και θεµελιώδες λάθος όπως αυτό που διέπραξαν». Όµως το πρόβληµα δεν ήταν ότι το ΔΝΤ και το Υπουργείο Οικονοµικών το, ΗΠΑ δεν εισάκουσαν τον Σάκς, αλλά ότι ο Σάκς είχε ασκήσει σκληρές πιέσεις για την εφαρµογή της θεραπείας-σοκ χωρίς να έχει κανένα εχέγγυο ότι θα χορηγούνταν οικονοµική βοήθεια ένα στοίχηµα που κόστισε ακριβά σε εκατοµµύρια ανθρώπους.

Όταν ξαναρώτησα τον Σάκς για το ζήτηµα, µου επανέλαβε ότι η πραγµατική του αποτυχία έγκειτο στο ότι δεν είχε ερµηνεύσει σωστά το πολιτικό κλίµα στην Ουάσινγκτον. Θυµάται µια συζήτησή του µε τον Λόρενς Ιγκλµπέργκερ, τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ κατά την Προεδρία του πρεσβύτερου Μπους. Ο Σάκς πρόβαλε το ακόλουθο επιχείρημα: Αν άφηναν τη Ρωσία να βυθιστεί ακόμα περισσότερο στο οικονομικό χάος, θα αποδεσμεύονταν δυνάμεις που κανείς δε θα μπορούσε να τις ελέγξει (μαζικός λιμός, αναζωπύρωση του εθνικισμού, ακόμα και του φασισμού), κάτι που, ασφαλώς, δεν ήταν συνετό σε μια χώρα όπου κυριολεκτικά το μοναδικό είδος εν αφθονία ήταν τα πυρηνικά όπλα. «Η ανάλυσή σου μπορεί να είναι σωστή, αλλά δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα», του απάντησε ο Ιγκλμπέργκερ, για να προσθέσει: «Ξέρετε τι έτος έχουμε φέτος;».

Ηταν το 1992, το έτος των προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ, στις οποίες ο Μπιλ Κλίντον θα νικούσε τον Μπους τον πρεσβύτερο. Ο πυρήνας της προεκλογικής εκστρατείας του Κλίντον συνίστατο στο ότι ο Μπους είχε αγνοήσει τις εσωτερικές οικονομικές δυσκολίες των ΗΠΑ επειδή επεδίωκε να δοξαστεί στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής («Είναι η οικονομία, ανόητε!»). Ο Σάκς πιστεύει ότι η Ρωσία υπήρξε θύμα της εγχώριας πολιτικής διαπάλης στις ΗΠΑ. Και, προσθέτει, βλέπει πλέον πως υπήρχε και κάτι ακόμα: Πολλοί από τους «μεσάζοντες της εξουσίας» στην Ουάσινγκτον συνέχιζαν να διεξάγουν τον Ψυχρό Πόλεμο. Έβλεπαν την οικονομική κατάρρευση της Ρωσίας ως μια καθοριστική γεωπολιτική νίκη που διασφάλιζε την κυριαρχία των ΗΠΑ. «Δεν είχα την ίδια νοοτροπία», μου είπε ο Σάκς με ύφος, όπως το συνηθίζει, προσκόπου που βρέθηκε σε ένα επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς για τη μαφία The Sopranos. «Αυτό που σκεφτόμουν εγώ ήταν: ‘Έπιτέλους, έπεσε αυτό το αποτρόπαιο καθεστώς. Τώρα ας τους βοηθήσουμε [τους Ρώσους]. Ας κάνουμε ό,τι μπορούμε. Εκ των υστέρων, είμαι βέβαιος ότι οι σχεδιαστές της πολιτικής θεωρούσαν παράλογη την άποψή μου».

Παρά την αποτυχία του, ο Σάκς δε θεωρεί ότι η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς ήταν ο κινητήριος μοχλός της πολιτικής απέναντι στη Ρωσία κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου. Ισχυρίζεται ότι η βασική γραμμή ήταν η «οκνηρία». Θα καλωσόριζε μια έντονη ανταλλαγή επιχειρημάτων για το αν έπρεπε να δοθεί βοήθεια στη Ρωσία ή αν όλα έπρεπε να αφεθούν στη λειτουργία της αγοράς. Αντίθετα, βρέθηκε αντιμέτωπος με τη γενική αδιαφορία. Ο ίδιος διατείνεται ότι είχε μείνει εμβρόντητος με την απουσία οποιασδήποτε σοβαρής έρευνας ή συζήτησης σχετικά με αυτές τις βαρυσήμαντες αποφάσεις. «Κατά τη γνώμη μου, η κυρίαρχη παράμετρος ήταν η έλλειψη προσπάθειας. Θα μπορούσαμε να αφιερώσουμε δύο μέρες για να συζητήσουμε το ζήτημα. Δεν το κάναμε ποτέ! Κανείς δεν ήταν πρόθυμος να εργαστεί σκληρά, κανείς δεν ήταν πρόθυμος να πει: “Ας σηκώσουμε τα μανίκια και ας προσπαθήσουμε να λύσουμε αυτά τα προβλήματα, ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει».

Όταν ο Σάκς λέει ότι «κανείς δεν ήταν πρόθυμος να εργαστεί σκληρά», αναπολεί τις μέρες του Νιου Ντιλ, της Μεγάλης Κοινωνίας και του Σχεδίου Μάρσαλ, όταν νεαροί απόφοιτοι πανεπιστημίων της Ανατολική Ακτής κάθoνταν γύρω από ένα τραπέζι, φορώντας μόνο τα πουκάμισά τους και περιστοιχισμένοι από άδεια φλιτζάνια καφέ και στοίβες εγγράφων, και είχαν πύρινες συζητήσεις για τα επιτόκια και την τιμή του σιταριού. Έτσι συμπεριφέρονταν οι διαμορφωτές της πολιτικής στο αποκορύφωμα της περιόδου του κεϊνσιανισμού και η καταστροφή της Ρωσίας όφειλε να αντιμετωπιστεί με αυτού του είδους τη «σοβαρότητα».

Όμως το να αποδίδεται η εγκατάλειψη της Ρωσίας σε μια κρίση συλλογικής «οκνηρίας στην Ουάσινγκτον δεν εξηγεί το τι πραγματικά συνέβη. Ένας καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε τις εξελίξεις είναι να τις δούμε μέσα από το αγαπημένο πρίσμα των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων: τον ανταγωνισμό στις αγορές. Όταν ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη και η Σοβιετική Ένωση ήταν ισχυρή, οι άνθρωποι μπορούσαν να επιλέξουν (τουλάχιστον θεωρητικά) ποια ιδεολογία επιθυμούσαν να «καταναλώσουν». Υπήρχαν δύο πόλοι, αλλά και πολλές ενδιάμεσες επιλογές. Αυτό σήμαινε ότι ο καπιταλισμός έπρεπε να κερδίσει «πελάτες», έπρεπε να προσφέρει κίνητρα, άρα χρειαζόταν ένα καλό προϊόν. Ο κεϊνσιανισμός ήταν πάντα μια έκφραση αυτής της ανάγκης του καπιταλισμού να είναι ανταγωνίσιμος. Ο Πρόεδρος Ρούζβελτ δεν εισήγαγε το Νιου Ντιλ μόνο για να αντιμετωπίσει την απόγνωση που είχε προκαλέσει η Μεγάλη Ύφεση, αλλά και για να υπονομεύσει το ισχυρό κίνημα των Αμερικανών πολιτών που, έχοντας δεχτεί ένα σκληρό πλήγμα από την αρρύθμιστη ελεύθερη αγορά, απαιτούσαν ένα διαφορετικό οικονομικό μοντέλο. Κάποιοι, μάλιστα, ήθελαν ένα ριζικά διαφορετικό μοντέλο: Στις εκλογές του 1932 ένα εκατομμύριο Αμερικανοί είχαν ψηφίσει σοσιαλιστές ή κομουνιστές υποψηφίους. Ολοένα και περισσότεροι Αμερικανοί έτειναν ευήκοον ους στον Χιούι Λονγκ, το λαϊκιστή γερουσιαστή από τη Λουιζιάνα που πίστευε ότι  όλοι οι Αμερικανοί έπρεπε να έχουν ένα εγγυημένο ετήσιο εισόδημα 2.500 δολαρίων. Εξηγώντας για ποιο λόγο είχε προσθέσει περισσότερα μέτρα κοινωνικής προστασίας στο Νιου Ντιλ το 1935, ο Ρούζβελτ είπε ότι ήθελε «να στερήσω από τον Λονγκ τους κεραυνούς που εξαπέλυε.

Ήταν μέσα σε αυτό το πλαίσιο που οι Αμερικανοί βιομήχανοι δέχτηκαν έστω και απρόθυμα, το Νιου Ντιλ. Οι αιχμές της αγοράς έπρεπε να αμβλυνθoύν µε τη δηµιουργία θέσεων εργασίας στο δηµόσιο τοµέα και µε τη διασφάλιση ότι κανείς δε θα πεινούσε διακυβευόταν το µέλλον του καπιταλισµού. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέµου καµία χώρα του «ελεύθερου κόσµου» δεν ήταν στο απυρόβλητο της λαϊκής πίεσης. Στην πραγµατικότητα, τα κοινωνικά επιτεύγµατα του καπιταλισµού στα µέσα του εικοστού αιώνα, ή αυτού που ο Σάκς ονοµάζει «φυσιολογικό» καπιταλισµό (προστασία των εργαζοµένων, συντάξεις, δηµόσια ιατροφαρµακευτική περίθαλψη και κρατική ενίσχυση των φτωχών πολιτών), οφείλονταν στην πραγµατιστική ανάγκη να γίνουν µείζονες παραχωρήσεις για να αντιµετωπιστεί η ισχυρή Αριστερά.
Το Σχέδιο Μάρσαλ ήταν το κορυφαίο όπλο που χρησιµοποιήθηκε στο µέτωπο της οικονοµίας. Μετά τον πόλεµο η κρίση της γερµανικής οικονοµίας θα µπορούσε να προκαλέσει την κατάρρευση ολόκληρης της Δυτικής Ευρώπης.
Παράλληλα, ήταν τόσοι πολλοί οι Γερµανοί που έλκονταν από το σοσιαλισµό, ώστε η κυβέρνηση των ΗΠΑ επέλεξε να διχοτοµήσει τη χώρα αντί να διακινδυνεύσει να τη χάσει ολόκληρη, είτε επειδή θα κατέρρεε είτε επειδή θα στρεφόταν προς τα αριστερά. Στη Δυτική Γερµανία χρησιµοποίησε το Σχέδιο Μάρσαλ για να οικοδοµήσει ένα καπιταλιστικό σύστηµα το οποίο δε θα δηµιουργούσε γρήγορα και εύκολα νέες αγορές για τη Ford και τη Sears, αλλά, αντίθετα, θα ήταν από µόνο του τόσο επιτυχηµένο, ώστε να ευηµερήσει η οικονοµία της αγοράς στην Ευρώπη και ο σοσιαλισµός να χάσει την αίγλη του.



Ο Πρόεδρος Τρούμαν με πρωτεργάτες του Σχεδίου Μάρσαλ (από αριστερά : Ο Υπ. Εξωτερικών George C. Marshall, επικεφαλής της Διαχείρισης Paul G. Hoffman, και ο εκπρόσωπος των χωρών που συμμετέχουν στο Σχέδιο Averell Harriman) -1948.

Αυτό σήµαινε ότι έπρεπε να γίνουν ανεκτές οι κατά βάση αντικαπιταλιστικές πολιτικές που υιοθέτησε το 1949 η κυβέρνηση της Δυτικής Γερµανίας: άµεση δηµιουργία θέσεων εργασίας από το κράτος, τεράστιες επενδύσεις στο δηµόσιο τοµέα, επιδοτήσεις στις γερµανικές εταιρείες και ισχυρά συνδικάτα. Με µια απόφασή της που θα ήταν αδιανόητο να ληφθεί για τη Ρωσία τη δεκαετία του 1990 ή για το Ιράκ υπό αµερικανική κατοχή, η κυβέρνηση των ΗΠΑ εξόργισε τις αµερικανικές εταιρείες επιβάλλοντας µορατόριουµ στις ξένες επενδύσεις στη Γερµανία, προκειµένου οι γερµανικές εταιρείες που είχαν πληγεί από τον πόλεµο να µην υποχρεωθούν να αντιµετωπίσουν τον ανταγωνισµό πριν ανακάµψουν. «Υπήρχε η αίσθηση ότι το να επιτραπεί στις ξένες εταιρείες να δραστηριοποιηθούν [στη Γερµανία] εκείνη την περίοδο θα ήταν ένα είδος πειρατείας», µου είπε η Κάρολιν Άιζενµπεργκ, συγγραφέας ενός έγκριτου βιβλίου για το Σχέδιο Μάρσαλ. «Η βασική διαφορά ανάµεσα στο σήµερα και στο τότε είναι ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ δεν είδε τη Γερµανία σαν µια αγελάδα προς άρµεγµα. Δεν ήθελε να υπάρξει ανταγωνισµός. Υπήρχε η πεποίθηση ότι, αν έμπαιναν στη χώρα ξένες εταιρείες και άρχιζαν να τη λεηλατούν, θα κινδύνευε ολόκληρο το σχέδιο ανάκαμψης της Ευρώπης».
Η Άιζενμπεργκ επισημαίνει ότι αυτή η προσέγγιση δεν οφειλόταν στoν αλτρουισμό. «Η Σοβιετική Ένωση ήταν ένα όπλο έτοιμο να εκπυρσοκροτήσει Η οικονομία βρισκόταν σε κρίση, η γερμανική Αριστερά ήταν ισχυρή, και η Δύση έπρεπε να κερδίσει γρήγορα την εμπιστoσύνη του γερμανικού λαού. Πίστευαν πραγματικά ότι μάχονταν για την ψυχή της Γερμανίας».
Η ανάλυση της Άιζενμπεργκ για την ιδεολογική μάχη που γέννησε το Σχέδιο Μάρσαλ καταδεικνύει μια μαύρη κηλίδα στα έργα και τις ημέρες του Σάκς, συμπεριλαμβανομένων των πρόσφατων αξιέπαινων προσπαθειών του να αυξηθεί δραματικά η οικονομική βοήθεια για την Αφρική. Ο Σάκς σπάνια μιλάει για τα μαζικά λαϊκά κινήματα. Για αυτόν, η ιστορία γράφεται αποκλειστικά από τις ελίτ: Οι κατάλληλοι τεχνοκράτες πρέπει να κατασταλάξουν στις κατάλληλες πολιτικές. Όπως ακριβώς τα προγράμματα της θεραπείας-σοκ σχεδιάστηκαν κρυφά από ειδικούς στη Λα Πας ή στη Μόσχα, έτσι και η οικονομική βοήθεια των 30 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς τις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες θα έπρεπε να βασιστεί αποκλειστικά στα λογικά επιχειρήματα του Σάκς προς τους ιθύνοντες της Ουάσινγκτον.


Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Άιζενμπεργκ, το Σχέδιο Μάρσαλ δεν ήταν αποτέλεσμα μεγαλοψυχίας ή ορθολογικής επιχειρηματολογίας, αλλά αποτέλεσμα του φόβου για μια λαϊκή εξέγερση.
Ο Σάκς θαυμάζει τον Κέινς, αλλά δε δείχνει να καταλαβαίνει τους λόγους για τους οποίους εφαρμόστηκε ο κεϊνσιανισμός στην πατρίδα του: τα ενoχλητικά, μαχητικά αιτήματα των συνδικαλιστών και των σoσιαλιστών, των οποίων η αυξανόμενη δύναμη είχε μετατρέψει μια πιο ριζοσπαστική λύση σε υπαρκτή απειλή, γεγονός που, με τη σειρά του, έκανε το Νιου Ντιλ να μοιάζει με αποδεκτό συμβιβασμό. Η απροθυμία του Σάκς να αποδεχτεί το ρόλο των μαζικών κινημάτων στον εξαναγκασμό απρόθυμων κυβερνήσεων να υιοθετήσουν τις ιδέες που ο ίδιος πρεσβεύει είχε σοβαρές επιπτώσεις. Πρώτα απ’όλα, ο Σάκς δεν μπορούσε να αντιληφθεί την οφθαλμοφανή πολιτική πραγματικότητα: Δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει ένα Σχέδιο Μάρσαλ για τη Ρωσία, ακριβώς; επειδή το Σχέδιο Μάρσαλ υπήρξε εξαιτίας της Ρωσίας. Όταν ο Γέλτσιν διέλυσε τη Σοβιετική Ένωση, αφοπλίστηκε το «όπλο» υπό την απειλή του οποίου είχε καταστεί δυνατή η δημιουργία του Σχεδίου Μάρσαλ. Χωρίς αυτό το «όπλο, ο καπιταλισμός ήταν επιτέλους ελεύθερος να διολισθήσει στην πιο άγρια μορφή του, όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς απέκτησε το παγκόσμιο μονοπώλιο, κάτι το οποίο σήμαινε ότι δεν ήταν πλέον αναγκαίες οι στρεβλώσεις» που επηρέαζαν την τέλεια ισορροπία της.
Αυτή είναι η πραγματική τραγωδία που κρύβεται πίσω από τις υποσχέσεις προς τους Πολωνούς και τους Ρώσους ότι, αν αποδέχονταν τη θεραπεία-σοκ, η χώρα τους θα μετατρεπόταν ως διά μαγείας σε μια «φυσιολογική ευρωπαϊκή χώρα». Τα φυσιολογικά ευρωπαϊκά κράτη (με τα ισχυρά δίκτυα κοινωνικής ασφάλισης, την προστασία των εργαζομένων, τα ισχυρά συνδικάτα και τη δημόσια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη) αναδύθηκαν ως ένας συμβιβασμός ανάμεσα στον κομουνισμό και στον καπιταλισμό. Όταν πλέον δεν υπήρχε η ανάγκη για αυτόν το συμβιβασμό, όλες οι μετριοπαθείς κοινωνικές πολιτικές μπήκαν στο στόχαστρο τόσο στη Δυτική Ευρώπη όσο και στον Καναδά, στην Αυστραλία και στις ΗΠΑ. Αυτού του είδους οι πολιτικές δεν έπρεπε να εφαρμοστούν στη Ρωσία και, ασφαλώς, όχι με χρηματοδότηση με δυτικά κεφάλαια.
Η απελευθέρωση από όλους τους περιορισμούς αποτελεί την ουσία της οικονομικής θεωρίας της Σχολής του Σικάγου (που είναι επίσης γνωστή ως «νεοφιλελευθερισμός» ή, στις ΗΠΑ, ως «νεοσυντηρητισμό»): Δεν πρόκειται για κάποια καινούρια επινόηση, αλλά για τον καπιταλισμό απαλλαγμένο από τα κεϊνσιανικά προσαρτήματά του, τον καπιταλισμό στο μονοπωλιακό στάδιό του, ένα σύστημα που έχει αποχαλινωθεί και το οποίο δε χρειάζεται να προσπαθεί να μας κρατήσει ως «πελάτες» του, καθώς μπορεί να είναι πλέον όσο αντικοινωνικά, όσο αντιδημοκρατικό και όσο χυδαίο θέλει. Για όσο διάστημα ο κομουνισμός συνιστούσε απειλή, ο κεϊνσιανισμός μπορούσε να υπάρχει στο πλαίσιο μιας συμβιβαστικής συμφωνίας κυρίων. Όταν όμως το αντίπαλο σύστημα άρχισε να χάνει έδαφος, ο καπιταλισμός μπόρεσε επιτέλους να εξαλείψει κάθε ίχνος συμβιβασμού και να υλοποιήσει το στόχο που είχε θέσει ο Φρίντμαν μισό αιώνα πριν.

Αυτή είναι η πραγματική σημασία της δραματικής δήλωσης του Φουκουγιάμα για το «τέλος της ιστορίας» στη διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου το 1989: Στην πραγματικότητα, δεν ισχυριζόταν ότι δεν υπάρχουν πλέον άλλες ιδέες στον κόσμο, αλλά, πολύ απλά, ότι μετά την κατάρρευση του κομουνισμού δεν υπάρχει καμία ιδεολογία αρκετά ισχυρή ώστε να αποτελεί ένα πραγματικό αντίπαλο δέος.  (!!!!!)
Ενώ, λοιπόν, ο Σάκς είδε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ως απελευθέρωση από ένα αυταρχικό καθεστώς και ήταν έτοιμος να σηκώσει τα μανίκια του για να βοηθήσει, οι οικονοµολόγοι της Σχολής του Σικάγου την είδαν ως µια διαφορετικού είδους απελευθέρωση: ως την τελική απελευθέρωση από τον κεϊνσιανισµό και τις αφελείς ανθρωπιστικές ιδέες ανθρώπων όπως ο (Τζέφρι) Σάκς. Υπό αυτό το πρίσµα, το ότι δεν έκαναν τίποτα για τη Ρωσία (ένα γεγονός που τόσο πολύ εξόργισε τον Σάκς) δεν οφειλόταν σε «οκνηρία», αλλά στο laissez-faire εν δράσει: Αφήστε τα πράγµατα να εξελιχτούν µόνα τους, µην κάνετε τίποτα. Με το να µην κάνουν τίποτα για να βοηθήσουν τη Ρωσία, όλοι όσοι ήταν τότε υπεύθυνοι για τη χάραξη της πολιτικής απέναντί της (από τον υπουργό Άµυνας Ντικ Τσέινι και τον υφυπουργό Οικονοµικών Λόρενς Σάµερς µέχρι τον Στάνλεϊ Φίσερ του Διεθνούς Νοµισµατικού Ταµείου) έκαναν, στην πραγµατικότητα, κάτι πολύ συγκεκριµένο:
Εφάρµοσαν την ιδεολογία της Σχολής του Σικάγου στην πιο καθαρή µορφή της, αφήνοντας την αγορά να δείξει το χειρότερο πρόσωπό της. Η περίπτωση της Ρωσίας, περισσότερο και από την περίπτωση της Χιλής, καταδεικνύει τι είναι στην πράξη η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς, αποτελώντας µια προαναγγελία της δυστοπίας που βασίζεται στο αξίωµα «Πλούτισε ή πέθανε προσπαθώντας», την οποία πολλοί από τους ίδιους πρωταγωνιστές θα προσπαθούσαν να δηµιουργήσουν µία δεκαετία µετά στο Ιράκ.

Οι νέοι κανόνες του παιχνιδιού παρουσιάστηκαν στην Ουάσινγκτον στις 3 Ιανουαρίου 1993, κατά τη διάρκεια ενός µικρού αλλά σηµαντικού συνεδρίου στο οποίο µπορούσες να παρευρεθείς µόνο κατόπιν προσκλήσεως, στο δέκατο όροφο του συνεδριακού κέντρου Κάρνεγκι, σε απόσταση εφτά λεπτών µε αυτοκίνητο από το Λευκό Οίκο και µερικών εκατοντάδων µέτρων από τα κεντρικά γραφεία του ΔΝΤ και της Παγκόσµιας Τράπεζας. Ο Τζον Γουίλιαµσον, ο πανίσχυρος οικονοµολόγος που διαµόρφωνε την πολιτική τόσο της Τράπεζας όσο και του Ταµείου, είχε οργανώσει την εκδήλωση ως µια ιστορική συνάντηση της νεοφιλελεύθερης φυλής.

Ήταν εντυπωσιακά µεγάλη η προσέλευση διάσηµων «τεχνοπολιτικων», δηλαδή των ανθρώπων που βρίσκονταν στην πρώτη γραµµή της εκστρατείας για την επέκταση του δόγµατος της Σχολής του Σικάγου σε ολόκληρο τον κόσµο. Ανάµεσα στους παρισταµένους υπήρχαν πρώην υπουργοί Οικονοµικών από την Ισπανία, τη Βραζιλία και την Πολωνία, οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών της Τουρκίας και του Περού, ο προσωπάρχης του Προέδρου του Μεξικού και ένας πρώην Πρόεδρος του Παναµά. Παρευρέθηκαν, επίσης, ο Λέσεκ Μπαλτσερόβιτς, παλιός φίλος του Σάκς και «αρχιτέκτονας» της θεραπείας-σοκ στην Πολωνία, αλλά και ο Ντάνι Ρόντρικ, ο οικονομολόγος που είχε αποδείξει ότι βρίσκονταν σε βαθιά κρίση όλες οι χώρες που είχαν αποδεχτεί τη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση. Εκεί βρισκόταν και η Αν Κρούγκερ, η μελλοντική πρώτη αναπληρώτρια διευθύντρια του ΔΝΤ. Και, παρόλο που ο Χοσέ Πινιέρα, ο πλέον φονταμενταλιστής υπουργός του Πινοτσέτ, δεν μπόρεσε να παρευρεθεί, επειδή έπαιρνε μέρος στην προεκλογική εκστρατεία για το προεδρικό αξίωμα της Χιλής, έστειλε μια αναλυτική εισήγηση. Ο Σάκς, που εκείνη την εποχή ήταν ακόμα σύμβουλος του Γέλτσιν, θα εκφωνούσε την κεντρική ομιλία του συνεδρίου.

Όλη τη μέρα οι συμμετέχοντες στο συνέδριο εντρυφούσαν στο αγαπημένο θέμα των οικονομολόγων:
  • Με ποιες στρατηγικές θα μπορούσαν να υποχρεώσουν τους διστακτικούς πολιτικούς να υιοθετήσουν πολιτικές που δεν ήταν δημοφιλείς στους ψηφοφόρους;
  • Πόσο σύντομα μετά τις εκλογές θα έπρεπε να αρχίζει η εφαρμογή της θεραπείας-σοκ;
  • Τα κεντροαριστερά κόμματα είναι πιο αποτελεσματικά από τα κεντροδεξιά, επειδή η επίθεση είναι αναπάντεχη;
  • Είναι προτιμότερο να προειδοποιείται το κοινό ή να αιφνιδιάζεται ο πληθυσμός με «πολιτικές βουντού»;
Παρόλο που το συνέδριο είχε θέμα «Η Πολιτική Οικονομία των Πολιτικών Μεταρρυθμίσεων» (ένας τόσο άχρωμος τίτλος, ώστε έμοιαζε να επιλέχτηκε επίτηδες για να μην προσελκύσει το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης), ένας από τους συμμετέχοντες σχολίασε με πονηρό ύφος ότι, στην πραγματικότητα, το θέμα του ήταν τα «μακιαβελικά οικονομικά».

Ο Σάκς άκουσε  για πολλές ώρες τις σχετικές συζητήσεις και μετά το δείπνο ανέβηκε στο βήμα για να εκφωνήσει την ομιλία του με τίτλο -στο γνωστό λεκτικό ύφος του Σάκς«Η Ζωή στην Οικονομική Μονάδα Εντατικής Θεραπείας». Ήταν εμφανώς ταραγμένος. Το ακροατήριο ήταν προετοιμασμένο να ακούσει τη διάλεξη ενός ειδώλου του, του λαμπαδηδρόμου που είχε μεταφέρει με επιτυχία τη θεραπεία-σοκ στην εποχή των δημοκρατιών. Ο Σάκς όμως δεν είχε διάθεση για αυτοεπαίνους. Αντίθετα, ήταν αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει την ομιλία του, όπως θα μου εξηγούσε χρόνια μετά, για να πείσει το ακροατήριο για τη σοβαρότητα της κατάστασης στη Ρωσία.

Θύμισε στους ακροατές του τις ενέσεις οικονομικής βοήθειας που είχαν γίνει στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, «οι οποίες αποδείχτηκαν ζωτικής σημασίας για τη μεταγενέστερη θεαματική επιτυχία της Ιαπωνίας». Ανέφερε ότι ένας αναλυτής του Heritage Foundation, της βασικής «δεξαμενής σκέψης» του φριντμανισμού, του είχε στείλει μια επιστολή στην οποία ισχυριζόταν ότι «πίστευε στις μεταρρυθμίσεις στη Ρωσία, αλλά όχι στη χορήγηση ξένης βοήθειας σιη χώρα». Και ο Σάκς συνέχισε: «Αυτή είναι μια κοινά διαδεδομένη άποψη ανάμεσα στους ιδεολόγους της ελεύθερης αγοράς, ένας από τους οποίους είμαι κι εγώ. Μπορεί να φαντάζει εύλογη, αλλά είναι λανθασμένη. Η αγορά δεν μπορεί να κάνει τα πάντα μόνη της. Η διεθνής βοήθεια έχει καθοριστική σημασία». Η εμμονή στο lαissez-fαire οδηγούσε τη Ρωσία στην καταστροφή, καθώς «όσο άξιοι, ευφυείς και τυχεροί κι αν είναι οι Ρώσοι μεταρρυθμιστές, δε θα τα καταφέρουν χωρίς μια μεγάλης κλίμακας εξωτερική συνδρομή. [ ... ] Βρισκόμαστε κοντά στο να χάσουμε μια ιστορική ευκαιρία».

Φυσικά, ο Σάκς χειροκροτήθηκε, αλλά χλιαρά. Για ποιο λόγο εκθείαζε την αύξηση των κοινωνικών δαπανών; Οι άνθρωποι που αποτελούσαν το ακροατήριο συμμετείχαν σε μια παγκόσμια σταυροφορία για να καταργηθεί το Νιου Ντιλ και όχι για να σφυρηλατηθεί ένα καινούριο. Στις συνεδριάσεις που ακολούθησαν ούτε ένας από τους συμμετέχοντες δεν υποστήριξε την προκλητική πρόταση του Σάκς, ενώ αρκετοί μίλησαν εναντίον της.

Ο Σάκς μου είπε ότι με την ομιλία του είχε προσπαθήσει «να εξηγήσω πώς είναι μια πραγματική κρίση, [ ... ] να μεταφέρω την αίσθηση ότι η κατάσταση ήταν επείγουσα». Και πρόσθεσε ότι οι άνθρωποι που διαμορφώνουν την πολιτική στην Ουάσινγκτον συχνά «δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει οικονομικό χάος. Δεν καταλαβαίνουν την αναταραχή που απορρέει από αυτό». Ήθελε να τους φέρει αντιμέτωπους με την πραγματικότητα, να τους δείξει ότι «υπάρχει μια δυναμική που οδηγεί ολοένα και περισσότερο τα πράγματα εκτός ελέγχου, μέχρι το σημείο να προκληθούν άλλες καταστροφές, μέχρι ένας Χίτλερ να ανέλθει στην εξουσία, μέχρι να ξεσπάσει ένας εμφύλιος πόλεμος ή ένας μαζικός λιμός ή κάτι άλλο. [ ... ] Πρέπει να χορηγηθεί έκτακτη βοήθεια, επειδή μια ασταθής κατάσταση οδηγεί με βεβαιότητα στην αύξηση της αστάθειας και όχι σε μια φυσιολογική ισορροπία».

Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι ο Σάκς υποτιμούσε το ακροατήριό του. Οι άνθρωποι σε εκείνη την αίθουσα ήταν μυημένοι σιη θεωρία των κρίσεων του Μίλτον Φρίντμαν και πολλοί την είχαν εφαρμόσει στις χώρες τους. Οι περισσότεροι γνώριζαν πολύ καλά πόσες στρεβλώσεις και πόση αστάθεια μπορούσε να προκαλέσει η κατάρρευση μιας οικονομίας, όμως αποκόμιζαν ένα διαφορετικό δίδαγμα από την περίπτωση της Ρωσίας: ότι μια οδυνηρή και αποπροσανατολιστική πολιτική κατάσταση υποχρέωνε τον Γέλτσιν να εκποιήσει τον πλούτο του κράτους, μια εξαιρετικά ευνοϊκή έκβαση.

Ο Τζον Γουίλιαμσον, ο διοργανωτής του συνεδρίου, ανέλαβε να επαναφέρει τη συζήτηση στις πραγµατιστικές προτεραιότητες. Ο Σάκς ήταν ο πιο διάσηµος από τους συµµετέχοντες στο συνέδριο, όµως ο Γουίλιαµσον ήταν ο πραγµατικός γκουρού του κοινού του. Φαλακρός και χωρίς φωτογένεια, αλλά συγκλονιστικά ωµός στα λόγια του, ο Γουίλιαµσον ήταν ο άνθρωπος που είχε επινοήσει τη φράση «Συναίνεση της Ουάσινγκτον» ίσως την πλέον πολυχρησιµοποιηµένη και αµφιλεγόµενη φράση στη σύγχρονη οικονοµική επιστήµη. Είναι διάσηµος για τα αυστηρά δοµηµένα και κεκλεισµένων των θυρών συνέδρια και σενάρια του, το καθένα από τα οποία αποσκοπεί στον έλεγχο κάποιας από τις τολµηρές υποθέσεις του. Στο συνέδριο του Ιανουαρίου του 1993 είχε µια επείγουσα ατζέντα: Ήθελε να υποβάλει σε οριστικό έλεγχο αυτό το οποίο ονόµαζε «υπόθεση των κρίσεων» .

Στη διάλεξή του ο Γουίλιαµσον δεν αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα διάσωσης µιας χώρας από κάποια κρίση. Αντίθετα, εξύµνησε τα κατακλυσµιαία ιστορικά συµβάντα. Υπενθύµισε στο ακροατήριο το αδιαµφισβήτητο γεγονός ότι µόνο χώρες που έχουν υποστεί ένα πραγµατικό πλήγµα συµφωνούν να καταπιούν το πικρό φάρµακο της αγοράς, µόνο όταν βρίσκονται σε µια κατάσταση σοκ αποδέχονται τη θεραπεία-σοκ. «Αυτοί οι χαλεποί καιροί αναδεικνύουν τις καλύτερες ευκαιρίες για όσους κατανοούν την ανάγκη για µια θεµελιώδη οικονοµική µεταρρύθµιση», διακήρυξε.

Με την απαράµιλλη ικανότητά του να εκφράζει λεκτικά το υποσυνείδητο του χρηµατοοικονοµικού κόσµου, ο Γουίλιαµσον έθεσε µερικά ενδιαφέροντα ερωτήµατα:
Πρέπει να τεθεί το ερώτηµα αν είναι λογική η σκέψη να προκληθεί εσκεµµένα µια κρίση ώστε να παραµεριστούν τα πολιτικά εµπόδια για τις µεταρρυθµίσεις. Για παράδειγµα, έχει υποστηριχτεί στη Βραζιλία ότι θα άξιζε τον κόπο να τροφοδοτηθεί ένας υπερπληθωρισµός, προκειµένου να τροµοκρατηθούν όλοι τόσο πολύ, ώστε να αποδεχτούν τις αλλαγές. [ ... ] Προφανώς, κανένας άνθρωπος µε ιστορική οξυδέρκεια δε θα µπορούσε να υποστηρίξει στα µέσα της δεκαετίας του 1930 ότι η Γερµανία ή η Ιαπωνία θα ξεκινούσαν έναν πόλεµο προκειµένου να επωφεληθούν από την υπερµεγέθυνση που θα ακολουθούσε την ήττα τους. Όµως θα µπορούσε µια µικρότερη κρίση να επιτελέσει την ίδια λειτουργία; Είναι εφικτό µια ψευδο-κρίση να εξυπηρετήσει την ίδια θετική λειτουργία χωρίς το κόστος µιας πραγµατικής κρίσης;

Τα σχόλια του Γουίλιαµσον αντιπροσώπευαν ένα µεγάλο άλµα προς τα εµπρός για το δόγµα του σοκ. Σε µια αίθουσα γεµάτη από αρκετούς υπουργούς Οικονοµικών και διοικητές κεντρικών τραπεζών ώστε να συµµετέχουν-σε µια διάσκεψη κορυφής για το εµπόριο, συζητιόταν µε τον πιο απροκάλυπτο τρόπο η ιδέα της πρόκλησης µιας σοβαρής κρίσης προκειµένου να προωθηθεί η θεραπεία-σοκ.

Τουλάχιστον ένας από τους συµµετέχοντες στο συνέδριο αισθάνθηκε την υποχρέωση να πάρει στην οµιλία του αποστάσεις από αυτές τις επικίνδυνες ιδέες. «Η υπόδειξη του Γουίλιαµσον ότι είναι ίσως καλό να προκληθεί µια τεχνητή κρίση ώστε να δοθεί το έναυσµα για µεταρρυθµίσεις πρέπει να ερµηνευτεί ως µια ιδέα που αποσκοπεί στο να προκαλέσει αίσθηση ή ως ένα αθώο αστείο», είπε ο Τζον Τόι, ένας Βρετανός οικονοµολόγος του Πανεπιστημίου του Σάσεξ.  Ωστόσο δεν υπάρχει καµία ένδειξη ότι τα όσα είπε ο Γουίλιαμσον ήταν ένα αθώο αστείο. Αντίθετα, υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι οι ιδέες του επηρέαζαν ήδη τους κύκλους που έπαιρναν τις σηµαντικότερες χρηµατοοικονοµικές αποφάσεις στην Ουάσινγκτον και αλλού.

Ένα µήνα µετά το συνέδριο που οργάνωσε ο Γουίλιαµσον στην Ουάσιγκτων η χώρα µου βίωσε ένα πρώτο δείγµα του ενθουσιασµού για τις «ψευδο-κρίσεις, παρόλο που ελάχιστοι αντιλαµβάνονταν τότε ότι αυτές αποτελούσαν µέρος µιάς παγκόσµιας στρατηγικής. Τον Φεβρουάριο του 1993 ο Καναδάς βρισκόταν στην καρδιά µιας χρηµατοπιστωτικής καταστροφής ή τουλάχιστον σε αυτό το συµπέρασµα θα κατέληγε κανείς αν διάβαζε εφηµερίδες ή έβλεπε τηλεόραση. «Η Κρίση του Χρέους Καραδοκεί» ήταν ο πρωτοσέλιδος τίτλος της εφηµερίδας Globe and Mail. Σε µια ειδική εκποµπή κάποιου εθνικής εµβέλειας τηλεοπτικού σταθµού ειπώθηκε ότι «ΟΙ οικονοµολόγοι προβλέπουν πως κάποια στιγµή µέσα στο επόµενο έτος ή στην επόµενη διετία ο υφυπουργός οικονοµικών θα ανακοινώσει στο υπουργικό συµβούλιο ότι ο Καναδάς δεν µπορεί να δανειστεί πλέον. [ ... ] Οι ζωές µας θα αλλάξουν δραµατικά».

Και ο Καναδάς στο χορό του ΣΟΚ

Ο Τζον Σνόμπελεν, υπουργός Παιδείας του Οντάριο, έλεγε (σε βίντεο που διέρρευσε), κατά τη διάρκεια κεκλεισμένης των θυρών συνεδρίασης δημόσιων λειτουργών ότι, «πριν ανακοινωθούν περικοπές στην εκπαίδευση και άλλες μη δημοφιλείς μεταρρυθμίσεις, θα έπρεπε να δημιουργηθεί ένα κλίμα πανικού μέσω της διαρροής πληροφοριών που θα παρουσίαζαν μια πολύ πιο ζοφερή εικόνα»- από ό,τι ο ίδιος «θα ήμουν διατεθειμένος να παραδεχτώ». Αποκαλούσε αυτή τη στρατηγική «δημιουργία μιας χρήσιμης κρίσης» 



Η φράση «τείχος του χρέους» µπήκε ξαφνικά στο καθηµερινό µας λεξιλόγιο, υπονοώντας ότι, παρόλο που η ζωή φάνταζε άνετη και ειρηνική, ο Καναδάς δαπανούσε πολύ περισσότερα από τις δυνατότητές του και πολύ σύντοµα οι παντοδύναµες εταιρείες της Γουόλ Στριτ, όπως η Moody και η Standard  and Ροοr’s θα υποβάθµιζαν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας από τρία Α σε πολύ χαµηλότερο επίπεδο. Όταν θα συνέβαινε αυτό, οι επενδυτές (που χάρη στους νέους κανόνες της παγκοσµιοποίησης και του ελεύθερου εµπορίoυ, δεν υπόκειντο σε κανέναν έλεγχο) θα απέσυραν τα χρήµατά τους από τον Καναδά και θα τα µετέφεραν σε κάποιο ασφαλές περιβάλλον. Η µόνη λύση, µας διαβεβαίωναν, ήταν η ριζική περικοπή των δαπανών για προγράµµατα όπως η ιατροφαρµακευτική περίθαλψη ή η ασφάλιση των ανέργων. Όπως ήταν φυσικό, αυτό ακριβώς έκανε το κυβερνών Φιλελεύθερο Κόµµα, παρόλο που είχε κερδίσει πρόσφατα τις εκλογές υποσχόµενο τη δηµιουργία νέων θέσεων εργασίας (επρόκειτο για την καναδική εκδοχή της «πολιτικής βουντού»).
Δύο χρόνια µετά την κορύφωση της υστερίας για το δηµοσιονοµικό έλλειµµα η δηµοσιογράφος Λίντα Μακουεγκ αποκάλυψε, παρουσιάζοντας αδιάσειστα στοιχεία, ότι η αίσθηση της επικείµενης κρίσης είχε έντεχνα δηµιουργηθεί µέσω της χειραγώγησης της κοινής γνώµης από µια χούφτα «δεξαµενών σκέψης» που είχαν χρηµατοδοτηθεί από τις µεγαλύτερες τράπεζες και εταιρείες του Καναδά.
Οι δύο βασικότερες από αυτές ήταν το C. D. Howe Institute και το Fraser Institute, το οποίο υποστήριζε πάντα σθεναρά ο Μίλτον Φρίντμαν. Ο Καναδάς αντιµετώπιζε όντως δηµοσιονοµικό πρόβληµα, το οποίο όµως δεν οφειλόταν στις δαπάνες για την ασφάλιση των ανέργων και στα υπόλοιπα κοινωνικά προγράµµατα. Σύµφωνα µε τη Στατιστική Υπηρεσία του Καναδά, είχε προκληθεί από τα υψηλά επιτόκια, τα οποία είχαν εκτοξεύσει το ύψος του χρέους, µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το «σοκ Βόλκερ» είχε υπερδιογκώσει το χρέος των αναπτυσσόµενων χωρών τη δεκαετία του 1980.
Η Μακουέγκ πήγε στα κεντρικά γραφεία της Moody στη Γουόλ Στριτ και µίλησε µε τον Βίνσεντ Τρούλια, τον αναλυτή που ήταν υπεύθυνος για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του Καναδά. Της αποκάλυψε κάτι συνταρακτικό: ότι δεχόταν συνεχείς πιέσεις από διευθυντικά στελέχη καναδικών εταιρειών και τραπεζών προκειµένου να είναι αρνητικές οι εκθέσεις του για την οικονοµία της χώρας, κάτι που εκείνος αρνούνταν να κάνει, επειδή θεωρούσε τον Καναδά ένα σταθερό και εξαιρετικό περιβάλλον για επενδύσεις. «Από όλες τις χώρες µε τις οποίες ασχολούµαι είναι η µοναδική που κάτοικοί της θέλουν να υποβαθµιστεί η αξιολόγησή της και µάλιστα σε τακτική βάση. Θεωρούν ότι βρίσκεται σε υπερβολικά υψηλή βαθµίδα». Και, αφού διευκρίνισε ότι ήταν συνηθισµένος στο να του τηλεφωνούν συχνά εκπρόσωποι διαφόρων χωρών για να του πουν ότι είχε αξιολογήσει πολύ χαµηλά τη χώρα τους, πρόσθεσε: «Οµως οι Καναδοί υποτιµούν τις δυνατότητες της χώρας τους πολύ περισσότερο από ό,τι οι άλλοι αλλοδαποί συνοµιλητές µου».
 
Ο Τρούλια ισχυρίζεται ότι μετά τη δημοσίευση της έκθεσής του «ένας Καναδός [..] από κάποιο μεγάλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της χώρας μού τηλεφώνησε και άρχισε στην κυριολεξία να μου ουρλιάζει. Ήταν κάτι το πρωτοφανές»*



Ο λόγος ήταν ότι για τη χρηµατοοικονοµική κοινότητα του Καναδά η «κρίση του ελλείµµατος» αποτελούσε ένα καθοριστικής σηµασίας όπλο σε µια  σκληρή πολιτική διαμάχη. Όταν ο Τρούλια δεχόταν αυτά τα περίεργα τηλεφωνήματα, βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη μια μεγάλη εκστρατεία για να εξωθηθεί η κυβέρνηση να μειώσει τη φορολογία και να κάνει περικοπές σε κοινωνικά προγράμματα όπως αυτά για την υγεία και την παιδεία. Καθώς αυτά τα προγράμματα υποστηρίζοvrαν από τη συντριπτική πλειονότητα των Καναδών, ο μοναδικός τρόπος για να αιτιολογηθούν οι περικοπές ήταν να προβληθούν ως μοναδική λύση για την αποφυγή της κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας εξαιτίας βαθιάς και σε πλήρη εξέλιξη κρίσης. Το γεγονός ότι η Moody’s συνέχιζε να δίνει την υψηλότερη δυνατή αξιολόγηση στα κρατικά ομόλογα του Καναδά καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη τη διατήρηση της αίσθησης ότι επίκειτο η συντέλεια της καναδικής οικονομίας.

Εν τω μεταξύ, τα αντικρουόμενα μηνύματα προκάλεσαν σύγχυση στους επενδυτές: Η Moody’s συνέχιζε να αξιολογεί με το μεγαλύτερο δυνατό βαθμό την οικονομία του Καναδά, όμως ο καναδικός Τύπος εξακολουθούσε να Παρουσιάζει την οικονομία της χώρας στα πρόθυρα της καταστροφής. Ο Τρούλια είχε μπουχτίσει τόσο πολύ με τα πολιτικά «μαγειρεμένα» στατιστικά δεδομένα που του αποστέλλονταν από τον Καναδά, τα οποία έθεταν εν αμφιβόλω τη δική του έρευνα, ώστε πήρε την πρωτοφανή πρωτοβουλία να δημοσιοποιήσει «ένα ειδικό σχόλιο» στο οποίο διευκρίνιζε ότι οι δαπάνες του Καναδά δεν ήταν «εκτός ελέγχου», μην παραλείποvrας να επικρίνει με έμμεσο τρόπο το αμφιβόλου εγκυρότητας μαθηματικά μοντέλα που χρησιμοποιούσαν οι αναλυτές των δεξιών «δεξαμενών σκέψης». «Μερικές πρόσφατα δημοσιευμένες εκθέσεις διόγκωσαν υπερβολικά την κατάσταση του χρέους του Καναδά. Σε μερικές από αυτές διπλομετρήθηκαν στοιχεία, ενώ σε άλλες έγιναν άτoπες διεθνείς συγκρίσεις. [ ... ] Οι ανακριβείς μετρήσεις ίσως να διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο στην υπερβολικά αυστηρή αξιολόγηση της σοβαρότητας των δανειακών προβλημάτων του Καναδά». Μετά τη δημοσίευση της ειδικής έκθεσης της Moody’s έγινε ευρέως γνωστό ότι δεν υπήρχε κανένα «τείχος του χρέους» γεγονός που δυσαρέστησε την επιχειρηματική κοινότητα του Καναδά. Ο Τρούλια ισχυρίζεται ότι μετά τη δημοσίευση της έκθεσής του «ένας Καναδός [..] από κάποιο μεγάλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της χώρας μού τηλεφώνησε και άρχισε στην κυριολεξία να μου ουρλιάζει. Ήταν κάτι το πρωτοφανές»*
________________________________________________________________
 *Πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο Τρούλια αποτελεί μια σπάνια περίπτωση στη Γουόλ Στριτ, καθώς πολύ συχνά οι αξιολογήσεις των ομολόγων και της πιστοληπτικής ικανότητας επηρεάζονται από πολιτικούς χειρισμούς και χρησιμοποιούνται για να αυξηθούν οι πιέσεις για την εφαρμογή «μεταρρυθμίσεων υπέρ της αγοράς».(Σ.τ.Σ.)
_______________________________________________________________

Όταν οι Καναδοί έμαθαν ότι οι χρηματοδοτούμενες από τις εταιρείες «δεξαμενές σκέψης» είχαν κατασκευάσει την «κρίση του δημοσιονομικού ελλείμματος», δεν είχε πλέον καμία σημασία: Οι δημοσιονομικές περικοπές είχαν ήδη γίνει. Αυτό είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τα κοινωνικά προγράμματα για τους ανέργους να περικοπούν ριζικά και να μην αποκατασταθούν ποτέ ξανά, παρόλο που στη συνέχεια υπήρξαν αρκετοί πλεονασματικοί προϋπολογισμοί στον Καναδά, Η στρατηγική της κρίσης χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου.

Τον Σεπτέμβριο του 1995 διέρρευσε στον Καναδικό Τύπο ένα βίντεο στο οποίο απεικονιζόταν ο Τζον Σνόμπελεν, υπουργός Παιδείας του Οντάριο, να λέει κατά τη διάρκεια μιας κεκλεισμένης των θυρών συνεδρίασης δημόσιων λειτουργών ότι, πριν ανακοινωθούν περικοπές στην εκπαίδευση και άλλες μη δημοφιλείς μεταρρυθμίσεις, θα έπρεπε να δημιουργηθεί ένα κλίμα πανικού μέσω της διαρροής πληροφοριών που θα παρουσίαζαν μια πολύ πιο ζοφερή εικόνα από ό,τι ο ίδιος «θα ήμουν διατεθειμένος να παραδεχτώ». Αποκαλούσε αυτή τη στρατηγική «δημιουργία μιας χρήσιμης κρίσης»


«Στατιστικά σφάλματα».. στην Ουάσινγκτον


Το 1995 ο δημόσιος διάλογος στις περισσότερες Δυτικές δημοκρατίες έβριθε αναφορών στα «τείχη του χρέους» και στην επικείμενη οικονομική κατάρρευση, αλλά και στην αναγκαιότητα για ακόμα περισσότερες περικοπές και πιο φιλόδοξες ιδιωτικοποιήσεις, με τις νεοφιλελεύθερες «δεξαμενές σκέψης» να βρίσκoνται στην πρώτη γραμμή όσων φώναζαν ότι η κρίση βρίσκεται επί θύραις, Ωστόσο οι ισχυροί χρηματοοικονομικοί θεσμοί στην Ουάσινγκτον όχι μόνο επεδίωκαν τη δημιουργία φαινομενικών κρίσεων μέσω των μέσων ενημέρωσης, αλλά, επιπλέον, υιοθέτησαν συγκεκριμένα μέτρα για να προκαλέσουν πραγματικές κρίσεις. Δύο χρόνια αφότου ο Γουίλιαμσον είχε μιλήσει για την -τροφοδότηση κρίσεων», ο Μάικλ Μπρούνο, επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, χάραξε επίσημα την ίδια γραμμή πλεύσης, χωρίς, για μία ακόμα φορά, να προσελκύσει το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης, Σε μια διάλεξή του στο συνέδριο της Διεθνούς Οικονομικής Ένωσης που έγινε στην Τύνιδα το 1995, την οποία αργότερα θα δημοσίευε η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Μπρούνο πληροφόρησε τους πεντακόσιoυς συγκεντρωμένους οικονομολόγους από εξήντα οχτώ χώρες ότι αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερη αποδοχή «η ιδέα πως μια αρκετά μεγάλη κρίση μπορεί να συγκλονίσει απρόθυμους διαμορφωτές της πολιτικής, έτσι ώστε να θεσμοθετήσουν μεταρρυθμίσεις που θα αυξάνουν την παραγωγικότητα.»

«κυβερνήσεις και λαοί που ουρλιάζουν από τον πόνο υποχρεώνονται να γονατίζουν µπροστά µας τσακισµένοι, τροµοκρατηµένοι και κοµµατιασµένοι, ικετεύοντας για ένα ίχνος λογικής και αξιοπρέπειας εκ µέρους µας. Όµως εµείς γελάµε απάνθρωπα στα µούτρα τους και τα βασανιστήρια συνεχίζονται αµείωτα». (Μπαντού του ΔΝΤ)


Ο Μπρούνο ανέφερε τη Λατινική Αμερική ως «το κατεξοχήν παράδειγμα των ευεργετικών βαθιών κρίσεων», κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στην Αργεντινή, όπου ο Πρόεδρος Κάρλος Μένεμ και ο υπουργός Οικονομικών Ντομίνγκο Καβάγιο προωθούσαν τις ιδιωτικοποιήσεις «επωφελούμενοι από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης-. Και, για το ενδεχόμενο το ακροατήριό του να μην είχε κατανοήσει πλήρως τη θέση του, ο Μπρούνο πρόσθεσε: «Θέλω να δώσω έμφαση σε ένα μείζον ζήτημα: Η πολιτική οικονομία σε περιπτώσεις βαθιών κρίσεων τείνει να ενδίδει σε ριζικές μεταρρυθμίσεις με θετικά αποτελέσματα».

Ο Μπρούνο συνέχισε επιχειρηματολογώντας ότι, υπό αυτό το πρίσμα, ΟΙ διεθνείς παράγοντες έπρεπε να κάνουν ακόμα περισσότερα για να επωφεληθούν από τις υπάρχουσες οικονομικές κρίσεις προκειμένου να προωθήσουν τη «Συναίνεση της Ουάσινγκτον»: Έπρεπε να κόψουν, προληπτικά, την πρόσβαση στην οικονομική βοήθεια, ώστε οι κρίσεις να επιδεινωθούν. «Ενα δυσάρεστο σοκ, όπως η μείωση των κρατικών εσόδων ή των εξωτερικών συναλλαγών, ενδέχεται, στην πραγματικότητα, να αυξήσει την ευημερία, επειδή θα μειώσει τις καθυστερήσεις [στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων]. Η ιδέα ότι “τα πράγματα πρέπει να χειροτερέψουν πριν βελτιωθούν” απορρέει ως φυσική συνέπεια. [ ... ] Στην πραγματικότητα, μια χώρα μπορεί να είναι σε καλύτερη κατάσταση ύστερα από μια κρίση υψηλού πληθωρισμού παρά αν αφηνόταν στο χάος μιας σειράς λιγότερο σοβαρών κρίσεων».
Ο Μπρούνο παραδέχτηκε ότι είναι τρομακτικό να προκαλείται ή να επιτείνεται μια σοβαρή οικονομική κατάρρευση (το κράτος δε θα πληρώνει μισθούς, οι δημόσιες υποδομές θα καταρρεύσουν), όμως, ως πιστός μαθητής της Σχολής του Σικάγου, παρότρυνε το ακροατήριο να αντιμετωπίσει μια τέτοια καταστροφή ως το πρώτο στάδιο της δημιουργίας: «Πράγματι, καθώς μια Kρίση βαθαίνει, το κράτος συρρικνώνεται σταδιακά. Αυτή η εξέλιξη έχει ένα θετικό αποτέλεσμα: Όταν αρχίζουν οι μεταρρυθμίσεις, οι ομάδες που αντιδρούν θα έχουν αποδυναμωθεί και ένας ηγέτης που επιλέγει μια μακροπρόθεσμη λύση αντί τη βραχυπρόθεσµη ευκολία θα κερδίσει την αναγκαία υποστήριξη για τις μεταρρυθμίσεις».
_________________________________________________________
*Παρόλο που ο Μπρούνο δεν είχε σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, είχε ως μέντορα  του το διακεκριμένο οικονομολόγο της Σχολής του Σικάγου Ντον Πατίνκιν, ο οποίος, όπως ή ήδη αναφερθεί, παραλλήλιζε την οικονομική θεωρία της Σχολής του Σικάγου με το μαρξισμό όσον αφορά τη «λογική πληρότητά» τους. (Σ.τ.Σ.)
_________________________________________________________

Οι παθιασµένοι µε τις κρίσεις οπαδοί της Σχολής του Σικάγου είχαν, αµφίβολα, µπει σε µια νέα διανοητική τροχιά. Μόλις µερικά χρόνια πριν είχαν διατυπώσει την υπόθεση ότι µια κρίση υπερπληθωρισµού θα µπορούσε να δηµιουργήσει τις συνθήκες σοκ που απαιτούνται για τις πολιτικές-σοκ . Τώρα ο   επικεφαλής οικονοµολόγος της Παγκόσµιας Τράπεζας, ενός θεσµού που είχε δηµιουργηθεί µε τα χρήµατα των φορολογουµένων εκατόν εβδοµήντα οχτώ χωρών µε αποστολή να βοηθάει στην ανοικοδόµηση και να ενισχύει τις αδύναµες οικονοµίες, υποστήριζε ότι τα κράτη έπρεπε να χρεοκοπούν χάρις των ευκαιριών που θα δηµιουργούνταν όταν θα ξαναχτίζονταν από τα ερείπια.

Για χρόνια υπήρχαν φήµες ότι οι διεθνείς χρηματοοικονομικοί θεσµοί επιδίδονταν στην τέχνη της δηµιουργίας «ψευδό-κρίσεων» (όπως τις είχε ονοµάσει ο Γουίλιαµσον) προκειµένου να υποχρεώνουν χώρες να υποκύπτουν στις επιθυµίες τους, όµως ήταν δύσκολο να αποδειχτούν οι φήµες αυτές. Η πιο εκτενής µαρτυρία προέρχεται από τον Ντέιβισον Μπαντού, έναν πληροφοριοδότη που εργαζόταν στο Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο και κατηγόρησε τον οργανισµό ότι «µαγείρευε» τα στοιχεία προκειµένου να καταδικάσει την οικονοµία µιας χώρας που ήταν µεν φτωχή, αλλά είχε ισχυρή θέληση αντίστασης.

Ο Μπαντού γεννήθηκε στη Γρενάδα, σπούδασε οικονοµικά στο Οικονοµικό  Πανεπιστήµιο του Λονδίνου (London School of Economics LSE) και ξεχώριζε στην Ουάσινγκτον για το αντισυµβατικό προσωπικό του στιλ: Άφηνε τα µαλλιά του αχτένιστα όπως ο Αϊνστάιν και προτιµούσε να φοράει αντιανεµικά µπουφάν αντί για ριγέ κοστούµια. Εργάστηκε για δώδεκα χρόνια στο ΔΝΤ σχεδιάζoντας προγράµµατα διαρθρωτικών προσαρµογών για την Αφρική, τη Λατινική Αµερική και την Καραϊβική. Μετά την απότοµη στροφή του οργανισµού προς τα δεξιά επί εποχής Ρέιγκαν και Θάτσερ, ο ανεξάρτητα σκεπτόµενος Μπαντού άρχισε να αισθάνεται ολοένα και πιο άβολα στη δουλειά του. Το ΔΝΤ είχε γεµίσει µε Παιδιά του Σικάγου υπό την ηγεσία του εκτελεστικού διευθυντή, του φανατικού νεοφιλελεύθερου Μισέλ Καµντεσί. Όταν ο Μπαντού παραιτήθηκε, το 1988, αποφάσισε να αφοσιωθεί στην αποκάλυψη των ένοχων µυστικών του πρώην εργοδότη του. Η πρώτη του ενέργεια ήταν να στείλει µια ανοιχτή επιστολή στον Καµντεσί, υιοθετώντας το επικριτικό ύφος της επιστολής που είχε στείλει πριν από μία δεκαετία ο Αντρέ Γκούντερ Φρανκ στον Μίλτον Φρίντμαν.
Με γλαφυρότητα σπάνια για οικονομολόγο του ΔΝΤ, ο Μπαντού άρχιζε την επιστολή του ως εξής: «Σήμερα παραιτούμαι από το προσωπικό του ΔΝΤ ύστερα από δώδεκα χρόνια και έπειτα από χίλιες μέρες εργασίας στο εξωτερικό ως αξιωματούχος του Ταμείου, κατά τη διάρκεια των οποίων, με όπλα τα φάρμακά σας και τα κόλπα σας, εφορμούσα σαν γεράκι εναντίον των κυβερνήσεων και των λαών της Λατινικής Αμερικής, της Καραϊβικής και της Αφρικής. Για μένα, η παραίτησή μου είναι μια ανεκτίμητη απελευθέρωση, επειδή με αυτό τον τρόπο κάνω το πρώτο μεγάλο βήμα που θα μου επιτρέψει να ελπίζω ότι θα μπορέσω να ξεπλύνω τα χέρια μου από αυτό που στα μάτια μου είναι το αίμα εκατομμυρίων φτωχών και πεινασμένων ανθρώπων. [ ... ] Ξέρετε, το αίμα είναι τόσο πολύ, που κυλάει σε ποτάμια. Κι όταν στεγνώνει, σχηματίζει πάνω μου κρούστα. Μερικές φορές αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει αρκετό σαπούνι σε ολόκληρο τον κόσμο για να καθαριστώ από όλα όσα έκανα εν ονόματί σας.
Ο Μπαντού συνέχιζε τεκμηριώνοντας τις καταγγελίες του εναντίον του ΔΝΤ ότι χρησιμοποιούσε τις στατιστικές ως «φονικά» όπλα. Παρέθετε λεπτομερή στοιχεία για το πώς, ως υπάλληλος του ΔΝΤ, είχε αναμειχθεί σε εσκεμμένα «στατιστικά σφάλματα» προκειμένου να διογκωθούν τα αριθμητικά στοιχεία στις εκθέσεις του Ταμείου για το πλούσιο σε πετρέλαιο Τρινιντάντ και Τομπάγκο, ώστε η χώρα να δείχνει πολύ λιγότερο σταθερή από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Ο Μπαντού ισχυριζόταν ότι το ΔΝΤ είχε διογκώσει τα στατιστικά στοιχεία για το εργατικό κόστος, με συνέπεια η παραγωγικότητα της χώρας να φαίνεται πολύ χαμηλή-παρόλο που το Ταμείο γνώριζε τα πραγματικά δεδομένα. Σε μια άλλη περίπτωση, διατεινόταν, το ΔΝΤ «επινόησε, κυριολεκτικά από το πουθενά, ένα τεράστιο απλήρωτο κρατικό χρέος».

Αυτές οι «απαράδεκτες παρατυπίες», που, σύμφωνα με τον Μπαντού, ήταν εσκεμμένες και δεν οφείλονταν σε «επιπόλαιους μαθηματικούς υπολογισμούς» αντιμετωπίστηκαν ως αδιαμφισβήτητα δεδομένα από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες έκριναν την οικονομία του Τρινιντάντ και Τομπάγκο επισφαλή και σταμάτησαν να το χρηματοδοτούν. Τα οικονομικά πρoβλήματατα της χώρας, που είχαν πυροδοτηθεί από τη μείωση της τιμής του πετρελαίου, τoυ βασικού εξαγωγικού προϊόντος της, πήραν γρήγορα ολέθριες διαστάσεις και το Τρινιντάντ και Τομπάγκο υποχρεώθηκε να ικετεύσει το ΔΝΤ να διασώσει την οικονομία του. Το Ταμείο απαίτησε να γίνει αποδεκτό αυτό που ο Μπαντού αποκαλεί «το πιο θανατηφόρο φάρμακο» του ΔΝΤ: απολύσεις, περικοπές στους µισθούς και «όλη η γκάµα» των πολιτικών διαρθρωτικής προσαρµογής. Ο Μπαντού περιέγραφε τη διαδικασία ως «εσκεµµένη διακοπή της οικονοµικής γραµµής ζωής της χώρας µέσω τεχνασµάτων», µε σκοπό «αφού πρώτα το Τρινιντάντ και Τοµπάγκο καταστραφεί οικονοµικά, να υποστεί στη συνέχεια την απαιτούµενη διαδικασία αναµόρφωσης».

Στην επιστολή του ο Μπαντού, που πέθανε το 2001, καθιστούσε σαφές ότι οι αντιρρήσεις του δεν αφορούσαν µόνο τον τρόπο αντιµετώπισης µιας χώρας από µια χούφτα αξιωµατούχων. Αντιµετώπιζε ολόκληρο το πρόγραµµα των διαρθρωτικών προσαρµογών του ΔΝΤ ως µια µορφή µαζικών βασανιστηρίων, καθώς «κυβερνήσεις και λαοί που ουρλιάζουν από τον πόνο υποχρεώνονται να γονατίζουν µπροστά µας τσακισµένοι, τροµοκρατηµένοι και κοµµατιασµένοι, ικετεύοντας για ένα ίχνος λογικής και αξιοπρέπειας εκ µέρους µας. Όµως εµείς γελάµε απάνθρωπα στα µούτρα τους και τα βασανιστήρια συνεχίζονται αµείωτα».
Μετά τη δηµοσίευση της επιστολής η κυβέρνηση του Τρινιντάντ και Τοµπάγκο ανέθεσε σε δύο ανεξάρτητες επιτροπές να διερευνήσουν τις κατηγορίες και διαπιστώθηκε ότι ήταν σωστές: Το ΔΝΤ είχε διογκώσει και χαλκεύσει στατιστικά στοιχεία, µε ολέθριες επιπτώσεις για τη χώρα.
Ωστόσο, παρά την προσεκτική τεκμηρίωση τους, οι εκρηκτικές κατηγορίες του Μπαντού κυριολεκτικά έπεσαν στο κενό. Το Τρινιντάντ και Τοµπάγκο είναι ένα σύµπλεγµα µικρών νησιών στα ανοιχτά της Βενεζουέλας και, εκτός αν οι κάτοικοι της χώρας καταλάβουν τα κεντρικά γραφεία του ΔΝΤ, είναι µάλλον απίθανο τα παράπονά τους να προσελκύσουν την παγκόσµια προσοχή. Παρ’ όλα αυτά, το περιεχόµενο της επιστολής ενέπνευσε ένα θεατρικό έργο µε τίτλο Η Επιστολή Παραίτησης του κυρίου Μπαντού από το ΔΝΤ (50 Χρόνια Είναι Αρκετά), που ανέβηκε σε ένα µικρό θέατρο στο Ιστ Βίλατζ της Νέας Υόρκης το 1996. Παραδόξως, η κριτική που δηµοσιεύτηκε στους New York Times ήταν θετική και εκθείαζε την «ασυνήθιστη δηµιουργικότητα» και τα «πρωτότυπα σκηνικά και κοστούµια» του έργου.” Με εξαίρεση αυτή την κριτική, οι New York Times δεν έχουν µνηµονεύσει ποτέ άλλοτε το όνοµα του Μπαντού…..

ΠΗΓΗ: ΣΥΡΙΖΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΕΥΔΑΠ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου