Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Η "Συναίνεση της Ουάσιγκτον" και η κριτική της. (Σταύρος Μαυρουδέας & Δημοφάνης Παπαδάτος, 2006)

                                                                                                                                   www.banksy.co.uk

Αναδημοσίευση από Stavros Mavroudeas Blog


8ο Συνέδριο Ελλήνων Ιστορικών Οικονομικής Σκέψης
26-27 Μαϊου 2006
Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο


«Μεταρρύθμιση, μεταρρύθμιση της μεταρρύθμισης ή αναπαλαίωση;
Η Συναίνεση της Ουάσιγκτον και η κριτική της»

Σταύρος Μαυρουδέας[1]
&
Δημοφάνης Παπαδάτος[2]

Ι. Εισαγωγή

Η συζήτηση γύρω από τον όρο «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» δημιουργήθηκε το 1989 από τον John Williamson (Williamson (2004b)). Ο όρος εισήχθη σε μια περίοδο που η Κεϋνσιανή κυριαρχία στην οικονομική θεωρία είχε καταρρεύσει – μετά την κρίση των μέσων της δεκαετίας του ’70 και την προφανή αδυναμία του Κεϋνσιανισμού να την αντιμετωπίσει- και ο νεοφιλελευθερισμός (που προωθήθηκε από τις κυβερνήσεις Reagan και Thatcher στις ΗΠΑ και την Βρετανία αντίστοιχα) είχε γίνει η νέα ορθοδοξία.

Σκοπός του Williamson ήταν να κωδικοποιήσει εκείνο το μέρος της νέο-φιλελεύθερης ανάλυσης και των προτάσεων πολιτικής που έχουν γίνει κοινά αποδεκτοί στο πλαίσιο της θεωρίας της ανάπτυξης και ειδικότερα στους κύκλους των μεγάλων αναπτυξιακών ιδρυμάτων (πρωτίστως στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα) που εδρεύουν στην Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Williamson (2000, σ.254) η συμβολή του «ήταν μια προσπάθεια να ξεδιαλυνθεί ποιές από τις πολιτικές πρωτοβουλίες που είχαν προέλθει από την Ουάσιγκτον κατά την διάρκεια των ετών της συντηρητικής ιδεολογίας είχαν κέρδισε την συμμετοχή τους στην διανοητική ορθοδοξία αντί να παραμερισθούν μόλις ο Ronald Reagan δεν ήταν πλέον στην πολιτική σκηνή». Κατά συνέπεια, ο όρος «Ουάσιγκτον» αναφέρεται στους σημαίνοντες κύκλους και ιδρύματα που εδρεύουν στην Ουάσιγκτον. Και ο όρος «συναίνεση» αναφερόταν στο μέρος εκείνο των νέο-φιλελεύθερων συνταγών που είχαν γίνει ευρέως αποδεκτές.

Υπάρχει και μια άλλη γεωγραφική διάσταση στον όρο «Συναίνεση της Ουάσιγκτον». Αυτού του είδους οι πολιτικές συνταγές δημιουργήθηκαν πρωτίστως για τις οικονομίες της Λατινικής Αμερικής στη δεκαετία του ’90, αν και στην συνέχεια διαδόθηκαν και στον υπόλοιπο αναπτυσσόμενο και λιγότερο  αναπτυσσόμενο κόσμο. Πάλι σύμφωνα με τον Williamson (2000, σ.251) ο όρος αφορά «τον χαμηλότερο κοινό παρονομαστή των πολιτικών συμβουλών που απευθύνονταν από τα εδρεύοντα στην Ουάσιγκτον ιδρύματα προς τις χώρες της Λατινικής Αμερικής ήδη από το 1989». Ο Williamson (1990, 2000, σ.252-3) συνοψίζει αυτές τις πολιτικές συνταγές σε δέκα προτάσεις:

1)      Επιβολή Δημοσιονομικής Πειθαρχίας

2)      Επαναπροσανατολισμός των προτεραιοτήτων των δημοσίων δαπανών προς άλλους τομείς.

3)      Εισαγωγή Φορολογικών μεταρρυθμίσεων που θα μειώνουν την ποσοστιαία φορολογική        επιβάρυνση και θα διευρύνουν την φορολογική βάση.

4)      Απελευθέρωση των επιτοκίων

5)      Ανταγωνιστική Συναλλαγματική Ισοτιμία

6)      Απελευθέρωση του Εμπορίου

7)      Φιλελευθεροποίηση των εισροών άμεσων ξένων επενδύσεων

8)      Ιδιωτικοποίηση των κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεων

9)      Άρση των ελέγχων των οικονομικών δραστηριοτήτων

10)  Δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος σε ότι αφορά τα δικαιώματα ιδιοκτησίας

Τα θεωρητικά θεμέλια αυτών των προτάσεων μπορούν να αποκαλυφθούν εύκολα. Είναι οι συνηθισμένες αναλύσεις που προωθούνται από τη νεοφιλελεύθερη οικονομική θεωρία. Οι οικονομίες βρίσκονται σε κρίση εξαιτίας της ύπαρξης εμποδίων στην ελεύθερη λειτουργία της αγοράς. Τα εμπόδια προήλθαν από το υπερδιογκωμένο παρεμβατικό Κεϋνσιανό κράτος και τις επεκτατικές και αναδιανεμητικές πολιτικές του που παραμορφώνουν τα στοιχεία και τα σήματα της αγοράς. Η λύση, σύμφωνα με την νέο-φιλελεύθερη εντολή, θα ήταν η απόσυρση του κράτους από την οικονομία και η αποκατάσταση της ανεμπόδιστης λειτουργίας της αγοράς. Επομένως, πρέπει να επιβληθεί η δημοσιονομική πειθαρχία στις δραστηριότητες του δημοσίου και η επιστροφή στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς (σε αντιδιαστολή με τα Κεϋνσιανά ελλείμματα και τους επεκτατικούς προϋπολογισμούς). Οι περιορισμένες τώρα πια δημόσιες δαπάνες θα πρέπει να κατευθυνθούν προς τομείς που θα καλύπτουν το κόστος τους (ενδεχομένως και μέσω της επιβολής αντισταθμιστικών πληρωμών) και που θα υποστηρίζουν την επιχειρηματικότητα του ιδιωτικού τομέα αντί να χρησιμοποιούνται για την πληρωμή δημοσίων έργων και για αναδιανεμητικές πολιτικές. Στη συνέχεια, το φορολογικό σύστημα πρέπει να μεταρρυθμιστεί με τρόπο ώστε να μη πλήττονται σκληρά τα επιχειρηματικά κέρδη και τα εισοδήματα των ανώτερων στρωμάτων, τα οποία θεωρείται ότι αποτελούν την ατμομηχανή της οικονομίας. Εν τέλει, οι περιορισμένες δημόσιες δαπάνες θα μπορούν να καλυφθούν με λιγότερους φόρους. Επιπλέον, η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος πρέπει να απελευθερωθεί από το κρατικά δεσμά και δικαιώματα και να αφεθεί στην ελεύθερη λειτουργία των δυνάμεων αγοράς. Κατά συνέπεια, και το επιτόκιο θα πρέπει να καθορίζεται λίγο-πολύ ανταγωνιστικά. Η απόσυρση του κράτους από την οικονομία απαιτεί, επίσης, την ιδιωτικοποίηση όλων των δραστηριοτήτων και των επιχειρήσεων που ήταν διευθυνόμενες και ιδιόκτητες από το κράτος, τον περιορισμό σε ένα ελάχιστο όλων των κρατικών κανονισμών και  την παροχή επαρκών εγγυήσεων ότι δεν θα υπάρχουν οποιεσδήποτε παραβιάσεις των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας (όπως είχε συμβεί προηγουμένως με τις εθνικοποιήσεις κ.λ.π.). Με την εμφάνιση της δεύτερης γενεάς των νεοφιλελεύθερων θεωριών, που υπογράμμιζαν το άνοιγμα των οικονομιών, το προηγούμενο σύνολο πολιτικών προτάσεων συμπληρώθηκε με τρεις άλλες που στόχευσαν στη φιλελευθεροποίηση του διεθνούς εμπορίου, των μετακινήσεων κεφαλαίου και των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων. Κατά συνέπεια, τα προστατευτικά μέτρα θα έπρεπε να καταργηθούν και να καθιερωθεί το ελεύθερο εμπόριο. Επίσης, έπρεπε να εξασφαλιστεί η ελεύθερη διεθνής μετακίνηση των κεφαλαιακών επενδύσεων. Και, τελευταίο στη σειρά αλλά όχι σε σπουδαιότητα είναι ότι, οι διεθνείς οικονομικές συναλλαγές και, πρώτιστα, η συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς και όχι από τις κρατικές πολιτικές.

Όλες αυτές οι ιδέες ήταν καθιερωμένες ήδη ως ορθοδοξία στις αναπτυγμένες χώρες στη δεκαετία του ’80. Η συναίνεση της Ουάσιγκτον στόχευε στο να εισάγει αυτές τις ιδέες στις αναπτυσσόμενες και τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. Σύμφωνα δε με ρητή δήλωση του Williamson, φαίνεται ότι υπήρχε κάποιου είδους παγκόσμιο απαρτχάιντ, σύμφωνα με το οποίο οι αναπτυσσόμενες χώρες προέρχονταν από έναν διαφορετικό κόσμο που τους επέτρεπε να ωφελούνται από (α) τον πληθωρισμό (έτσι ώστε να μπορούν συγκεντρώνουν φόρο πληθωρισμού και μέσο αυτού να ωθείτε η επένδυση) (β) τον κύριο ρόλο του κράτους στην έναρξη της εκβιομηχάνισης και (γ) από την υποκατάσταση των εισαγωγών. Η συναίνεση της Ουάσιγκτον στόχευσε στο να σπάσει αυτήν την διαφοροποίηση.

Αρκετά σύντομα, μετά και από την επίσημη διακήρυξη της, η συναίνεση της Ουάσιγκτον υπέστη κριτική από πολλές πλευρές. Αυτές οι κριτικές προήλθαν από τα ορθόδοξα οικονομικά (Atkinson (1999b), Rodrik (1992, 2002, 2003) και ιδιαίτερα από ένα ρεύμα που συνδέεται με το έργο του J.Stiglitz (1998a, 1998b) καθώς επίσης και από τη μαρξιστική πολιτική οικονομία (Fine (2001a, 2001b, 2002), Shaikh (2003, 2004)). Ένα σημαντικό σημείο σε αυτήν την διαμάχη ήταν ο ίδιος ο προσδιορισμός του όρου «Συναίνεση της Ουάσιγκτον». Για σχεδόν όλους τους επικριτές του ο όρος ήταν συνώνυμος με το νεοφιλελευθερισμό και έναν τυφλό φονταμενταλισμό της αγοράς. Ο Williamson (1997, 2000, 2000β) έκανε μια ασθενική προσπάθεια να υπερασπίσει τον όρο του υποστηρίζοντας, μάλλον όχι πειστικά, ότι δεν ήταν στις προθέσεις του ένας προσδιορισμός του όρου τόσο κοντά στο νεοφιλελευθερισμό. Υποστήριξε ότι αυτός απλά κωδικοποίησε την άποψη της «Συναίνεσης» μέσα στα μεγάλα ιδρύματα της Ουάσιγκτον και ότι αυτή η κωδικοποίηση ήταν μόνο μια τεχνοκρατική διατύπωση απαλλαγμένη από ιδεολογικά και πολιτικά κίνητρα. Επίσης υποστήριξε ότι η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» δεν ήταν καν μια πολιτική συνταγή αλλά απλά ένας κατάλογος πολιτικών μεταρρυθμίσεων, όπου συντάσσεται με την προηγούμενη άποψη και δέχεται ότι κατά την διάρκεια της εισαγωγής του όρου αυτά τα δύο συνέπεσαν (Williamson (2000β)).

Εντούτοις, πρόσθεσε ότι ο ορισμός του ενδέχεται να είναι προβληματικός σε μερικές πτυχές του και ότι και ο ίδιος είχε επιφυλάξεις για μερικές από αυτές. Παραδείγματος χάριν, εκ των υστέρων, αμφιβάλλει εάν τα ιδρύματα της Ουάσιγκτον ευνοούσαν ομόφωνα την ανταγωνιστικά καθορισμένη συναλλαγματική ισοτιμία και τη γρήγορη κατάργηση των κεφαλαιακών ελέγχων. Οι επιφυλάξεις του με τις πολιτικές της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» αφορούν τις πολιτικές μείωσης της φτώχειας στις οποίες θα έπρεπε να είχε δοθεί μεγαλύτερη έμφαση και να ήταν πιο καλά μελετημένες όπως επίσης και ότι μια μεγαλύτερη έμφαση θα έπρεπε να είχε δοθεί επάνω στους θεσμούς και το ρόλο τους.

Παρά τα επιχειρήματα του ο Williamson δεν μπορεί να αμφισβητήσει – και ακόμη δεν μπορεί να απορρίψει συνολικά – ότι η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» έχει ένα καθορισμένο ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο: αυτή των νεο-συντηρητικών πολιτικών του τελευταίου τετάρτου του 20ου αιώνα. Επιπλέον, η συναίνεση της Ουάσιγκτον δεν μπορεί να εκπροσωπεί ένα απλό σύνολο πολιτικών προτάσεων. Έχει με σαφήνεια μια σπονδυλική στήλη επί της οποίας έχει κατασκευαστεί ολόκληρο το «οικοδόμημα». Αυτό γίνεται εμμέσως αποδεκτό ακόμη και από τον Williamson όταν, σε πολλές εργασίες, υποστηρίζει ότι υπάρχουν τρεις μεγάλες ιδέες πίσω από τη συναίνεση της Ουάσιγκτον: μακροοικονομική πειθαρχία, η οικονομία της αγοράς και το άνοιγμα της οικονομίας (τουλάχιστον για το εμπόριο και τις ξένες άμεσες επενδύσεις). Η μακροοικονομική πειθαρχία της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» είναι ενός ιδιαίτερου τύπου και έχει συγκεκριμένες προτεραιότητες που την διαφοροποιούν από άλλους τύπους μακροοικονομικών πολιτικών. Δεν έχει καμία σχέση βεβαίως είτε με Κεϋνσιανές μακροοικονομικές πολιτικές είτε με μακροοικονομικές πολιτικές άλλων ριζοσπαστικότερων κατευθύνσεων. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις που εφαρμόστηκε οδήγησε σε προϋπολογισμούς αυστηρής λιτότητας και σε πολιτικές που ευνόησαν τα πλουσιότερα και επιδείνωσαν τη θέση των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Το ίδιο πράγμα ισχύει και σε σχέση με την πίεση που ασκήθηκε τόσο για την υιοθέτηση της ιδέας της οικονομίας της αγοράς όσο και για την ιδέα του ανοίγματος της οικονομίας. Η πρώτη πηγάζει από την νεοσυντηρητική σύλληψη του οικονομικού ρόλου του κράτους και της υποτιθέμενης ανικανότητάς του να διαχειριστεί κατάλληλα την οικονομία. Η δεύτερη έχει την ίδια προέλευση με την πρώτη ενώ συμπληρώνεται και από την απλοϊκή πεποίθηση ότι θα οδηγήσει στον αυξανόμενο ανταγωνισμό και έτσι στο τέλος θα ωφεληθούν οι καταναλωτές. Όπως θα δειχθεί στο επόμενο υποκεφάλαιο, και αυτές είχαν τα ίδια αρνητικά αποτελέσματα με την πρώτη μεγάλη ιδέα. Από αυτή την άποψη, η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» είναι μια κατεύθυνση που υπαγόρευσε μια πολιτική συνταγή. Πράγματι, υπό την αιγίδα της, τα πολυάριθμα προγράμματα μεταρρύθμισης επιβλήθηκαν – πρόθυμα ή απρόθυμα – στις λιγότερο αναπτυγμένες ή αναπτυσσόμενες χώρες.

Η διαμάχη γύρω από τον ορισμό καθιέρωσε σαφώς το νόημα του όρου. Το πραγματικό περιεχόμενο ενός όρου δεν δίνεται από τις προθέσεις των δημιουργών του αλλά από το ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον και τις πρακτικές εκβάσεις των πολιτικών που υπαγορεύονται από τον όρο. Από αυτή την σκοπιά είναι απολύτως σαφές ότι στη δεκαετία του ’80 και τη δεκαετία του ’90 υπερίσχυσε στους επίσημους κύκλους ένα ρεύμα που θεώρησε ως κύριο στόχο του την κατάργηση των υπό την αιγίδα του δημοσίου πολιτικών ανάπτυξης και την αποκατάσταση της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς μην λαμβάνοντας υπόψη το συνεπαγόμενο κόστος και τα ειδικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των αναπτυσσόμενων οικονομιών. Αυτό το ρεύμα συνδέθηκε σαφώς με τη νεοφιλελεύθερη θεωρία και η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» ήταν ο βραχίονάς της στον τομέα της θεωρίας και πολιτικής της ανάπτυξης. Συνεπώς, η συζήτηση της έννοιας δεν μπορεί να περιοριστεί στην περιορισμένη ημερήσια διάταξη των ζητημάτων που ο δημιουργός του πρότεινε αλλά πρέπει να καλύψει ολόκληρο το φάσμα της θεωρίας και εφαρμογών της. Ο ίδιος ο Williamson (2002) σύντομα δέχτηκε ως αληθές το επιχείρημα αυτό δεχόμενος ότι, από την στιγμή που ο όρος έγινε δημόσια ιδιοκτησία, η έννοιά του τίθεται από την ευρύτερη αντίληψη που επικρατεί για αυτόν. Γι’ αυτό, δήλωσε ότι δεν υπάρχει καμία έννοια στον αγώνα για το περιεχόμενο του όρου και απαίτησε να γίνει μια συζήτηση σημείο -προς – σημείο των προτεινόμενων πολιτικών.

 

ΙΙ. Η Συναίνεση της Ουάσιγκτον και οι συνέπειές της


Εκτός από τη διαμάχη γύρω από τον ορισμό του όρου, υπάρχει επίσης και μια έντονη συζήτηση σχετικά με το εάν η συναίνεση της Ουάσιγκτον προώθησε την ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων και των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών ή όχι. Σήμερα υπάρχει μια διαδεδομένη πεποίθηση ότι απέτυχε και ότι οδήγησε σε κρίσεις και εξαθλίωση. Δεν θα ήταν δε άδικο να ειπωθεί ότι ο όρος φέρει μια πραγματικά πολύ κακή φήμη. Αυτό γίνεται αποδεκτό ακόμη και από τους υπερασπιστές του όπως, παραδείγματος χάριν, από τον Naim (2002) ο οποίος αναγνώρισε ότι η συναίνεση της Ουάσιγκτον είναι ένα χρεοκοπημένο «εμπορικό σήμα». Οι κριτικές και η συνακόλουθη κακή φήμη του όρου δεν προέρχονται μόνο από τη θεωρητική και ιδεολογική αντίθεση στη συναίνεση της Ουάσιγκτον αλλά, προ πάντων, από μια σειρά προβλημάτων τα οποία εμμένουν και από τις κρίσεις που, σωστά ή λανθασμένα, συνδέονται με αυτόν.

Αύξηση στην φτώχεια, διεύρυνση της αδυναμίας των αναπτυσσόμενων να καλύψουν την διαφορά έναντι των αναπτυγμένων χωρών και κοινωνικές αναταραχές

Μετά από τα πρώτα έτη εφαρμογής των πολιτικών και των μεταρρυθμίσεων της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» υπήρξε μια αυξανόμενη αίσθηση, τόσο μεταξύ των φίλων όσο και μεταξύ των εχθρών της, ότι απέτυχε στις υποσχέσεις της. Πιο συγκεκριμένα, από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 και μετά, η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» αντιμετώπιζε σημαντικές δυσκολίες σχετικά με διάφορα ζητήματα, τα οποία μεν δεν περιλαμβάνονταν στους δεδηλωμένους στόχους της, είναι όμως κρίσιμης σημασίας για τη διαδικασία της ανάπτυξης. Επικρίθηκε για την αποτυχία της να οργανώσει μια διαδικασία προσαρμογής με «ανθρώπινο πρόσωπο» και, επομένως, για την πρόκληση κοινωνικών αναταραχών. Επιπλέον, επικρίθηκε για την αποτυχία της να επιτευχθούν σημαντικές πρόοδοι στους ρυθμούς μεγέθυνσης των αναπτυσσόμενων οικονομιών, πόσο μάλλον στην ανάπτυξη. Σειρά από μελέτες υποστηρίζουν ότι οι πολιτικές της οδήγησαν σε αύξηση της ένδειας και της ανισότητας τόσο μεταξύ αναπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων και λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών όσο και στο εσωτερικό των χωρών. Επιπλέον, η προφανής ανικανότητα των αναπτυσσόμενων και των λιγότερο αναπτυγμένων οικονομιών να προφθάσουν τους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης των αναπτυγμένων και, σε πολλές περιπτώσεις, η αύξηση του χάσματος μεταξύ τους αποδόθηκε επίσης στις πολιτικές που υποκινήθηκαν από τη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον».

Η πρώτη κριτική, που αφορά την «προσαρμογή με ανθρώπινο πρόσωπο», άγγιζε τις πολλές περιπτώσεις όπου οι μεταρρυθμίσεις που υπαγορεύθηκαν από την «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» είχαν οδηγήσει σε απότομες αλλαγές και  διάσπαση της κοινωνικής συνοχής. Οι επιταγές των πολιτικών της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» εφαρμόστηκαν συνήθως κατά τρόπο τεχνοκρατικό, μη λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικές και πολιτικές περιπλοκές. Αυτό, με τη σειρά του, δημιούργησε σημαντικά προβλήματα και οδήγησε σε κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τις περιπτώσεις μεταρρυθμίσεων που είχαν τη μορφή «θεραπείας-σοκ».

Η προαναφερθείσα κριτική συνδέθηκε επίσης στενά με το δεύτερο, δηλ. με την αδυναμία να επιδειχθούν σαφώς καλύτερες οικονομικές επιδόσεις και να προωθηθεί η ανάπτυξη. Τα ζητήματα της ένδειας, το περιβάλλον, και της θέσης των γυναικών, αγνοήθηκαν επισείοντας την κριτική σχετικά με την σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητα των πολιτικών προσαρμογής. Από όλα αυτά τα ζητήματα σε ιδιαίτερης σπουδαιότητας αναδείχθηκε η αύξηση της φτώχειας και της ανισότητας (βλ. Atkinson (1999a)). Για σχεδόν όλους που διάκεινται κριτικά απέναντι της, η ανικανότητα της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» να αντιμετωπίσει τα ζητήματα της φτώχειας και της ανισότητας τοποθετείτε στην αναλυτική της κατεύθυνση. Η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» είχε την άποψη ότι φτώχεια και οι ανισότητες ήταν προβλήματα δευτερεύουσας σημασίας, κα τα οποία λίγο πολύ θα εξαλείφονταν μόλις η αγορά ήταν ελεύθερη να λειτουργήσει ανενόχλητη από τα εμπόδια της ατελέσφορης κρατικής παρέμβασης. Ειδικότερα, θεωρήθηκε ότι εάν οι εγχώριες αγορές απελευθερώνονταν από οποιαδήποτε εμπόδια, κατόπιν η ελεύθερη λειτουργία του κεφαλαίου, εγχώρια, αλλά κυρίως διεθνώς θα παράσχει όλα τα κίνητρα και την αποτελεσματικότητα που είναι απαραίτητα για μία βιώσιμη ανάπτυξη (βλ. Kozul-Wright & Rayment (2004)).

Ενάντια σε αυτήν την εκπορευόμενη από τον φονταμενταλισμό της αγοράς παραδοχή, οι περισσότεροι από τους ασκούντες κριτική επισημαίνουν ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων είκοσι ετών του 20ου αιώνα μετά την εφαρμογή των πολιτικών της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» και των δομικών αλλαγών που συνεπάγονταν αυτές υπήρξε μια καταφανής αύξηση της φτώχειας και της ανισότητας (βλ. Chossudovsky (1997)). Οι κριτικοί που προέρχονται από το μαρξιστικό ρεύμα πολιτικής οικονομίας αποδίδουν την άνοδο αυτών των φαινόμενων στη ταξική φύση της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον», δηλ. στο ότι είναι ένα σύνολο πολιτικών που προωθεί τα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα και επιπλέον τα συμφέροντα των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Μερικοί ορθόδοξοι κριτικοί υποστηρίζουν ότι οι συνήγοροι της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» αντιμετωπίζουν μόνο τις λεγόμενες παραδοσιακές αιτίες της ανισότητας (όπως την συγκέντρωση του πληθυσμού σε συγκεκριμένα εδάφη, την κυριαρχία των φυσικών πόρων, την άνιση πρόσβαση στην εκπαίδευση, και την μεροληψία υπέρ των πόλεων (στις πολιτικές τιμολόγησης, στην κατανομή των δημόσιων δαπανών και της επένδυσης κλπ.)). Για αυτούς, ενώ τέτοιοι παραδοσιακοί παράγοντες ήταν σαφώς υπεύθυνοι για την συγκέντρωση υψηλού εισοδήματος σε λίγους που παρατηρήθηκε στη δεκαετία του ’50 μέχρι και τη δεκαετία του ’70, και για την διατήρηση αυτών των ανισοτήτων σε έντονο βαθμό κατά τις δύο επόμενες δεκαετίες, δεν μπορούν (με την πιθανή εξαίρεση, σε μερικές περιοχές, της εκπαιδευτικής ανισότητας) να εξηγήσουν την εκτεταμένη αύξηση της ανισότητας που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια των είκοσι ετών της εφαρμογής των πολιτικών της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Αντίθετα, διάφοροι «νέοι» παράγοντες – όπως οι τεχνολογικές μεταβολές με τις «νέες τεχνολογίες» οι οποίες δημιουργούν ζήτηση για δεξιότητες και μια πιο ασύμμετρη διανομή του εισοδήματος σε σχέση με αυτή των «παλαιών τεχνολογιών» – είχαν μεγάλη σχέση με την πρόσφατη αύξηση των ανισοτήτων. Αυτή η ορθόδοξη κριτική μπορεί όντως να είναι σχετική αλλά είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε καν τα «παραδοσιακά αίτια» των ανισοτήτων.

Οι κρίσεις της δεκαετίας του ’90

Τα προαναφερθέντα προβλήματα αναδείχθηκαν προς συζήτηση και δόθηκε έμφαση σε αυτά στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ύστερα από μια σειρά κρίσεων στον αναπτυσσόμενο κόσμο: το 1994-5 η Μεξικάνικη λεγόμενη «κρίση της Tequila», η Ασιατική κρίση του 1997, της Ρωσικής λεγόμενης «κρίσης της βότκας» του 1997-9, η βραζιλιάνικη κρίση του 1998 και τελικά η Αργεντίνικη κρίση του 2000. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι πολιτικές συνταγές της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» κατηγορήθηκαν δεδομένου ότι αυτές οι κρίσεις συνέβησαν ενώ αυτές οι χώρες εφάρμοζαν τις πολιτικές και τις δομικές μεταρρυθμίσεις της. Ένα κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων αυτών των περιπτώσεων είναι ότι κατέληξαν σε κρίσεις συναλλαγματικής ισοτιμίας. Εντούτοις, είναι επίσης αλήθεια ότι κάθε περίπτωση είχε τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Στην πρώτη περίπτωση, του Μεξικού, τα προβλήματα προκλήθηκαν από την προσπάθεια να ανοιχτεί η οικονομία και να εισαχθεί η οικονομική φιλελευθεροποίηση. Αυτό οδήγησε στην κατάρρευση του πέσο και την υποβάθμιση (από πλευράς πιστοληπτικής διαβάθμισης) του μεξικάνικου χρέους. Στην Ασιατική περίπτωση η κρίση προκλήθηκε από τις προσπάθειες να προσαρμοστεί σε ένα διεθνές περιβάλλον σύμφωνο με τις επιταγές της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» και συγχρόνως να μεταρρυθμιστεί η εσωτερική δομή των οικονομιών της μακριά από το Ασιατικό Αναπτυξιακό πρότυπο προς την κατεύθυνση των συνταγών της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Η κρίση έλαβε πάλι τη μορφή κρίσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας και οδήγησε στην απότομη εγκατάλειψη αυτών των μεταρρυθμίσεων. Η Ρωσική περίπτωση είναι διαφορετική δεδομένου ότι προέρχεται από τη διαδικασία μετάβασης μιας οικονομίας κεντρικού σχεδιασμού προς μια οικονομία της αγοράς. Οι πολιτικές προσαρμογής μέσω μεταρρυθμίσεων-σοκ, το άνοιγμα της οικονομίας και η αυξανόμενη σημασία του χρηματοπιστωτικού της τομέα, την κατέστησαν τρωτή στα μεταδοτικά αποτελέσματα ασθένειας της Ασιατικής κρίσης. Αυτό προκάλεσε την κατάρρευση του χρηματιστηρίου, συνεχόμενες υποτιμήσεις του ρουβλιού και τελικά την αναστολή της μετατρεψιμότητάς του. Στη βραζιλιάνικη περίπτωση ήταν η προσπάθεια να εισαχθεί η οικονομική φιλελευθεροποίηση που έγινε μπούμερανγκ προκαλώντας την κρίση. Η επιβολή δημοσιονομικής πειθαρχίας με τον επαναπροσανατολισμό των δημόσιων δαπανών προς άλλους τομείς και η μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος προς τα πρότυπα της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» κατεδάφισε το βραζιλιάνικο δημοσιονομικό και φορο-εισπρακτικό σύστημα. Αυτό και πάλι οδήγησε σε μια κρίση συναλλαγματικής ισοτιμίας. Τέλος, η περίπτωση της Αργεντινής καλύπτει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των συνταγών της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Άρχισε με ένα φιλόδοξο σχέδιο προσαρμογής του προϋπολογισμού, του εμπορίου και η νομισματικής μεταρρύθμισης και προχώρησαν στην δημιουργία ενός νομισματικού συμβουλίου με σκοπό την διατήρηση σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας του πέσο έναντι του δολαρίου, δηλ. στην στερέωση του πέσο στο δολάριο ΗΠΑ σε βάση  ένα προς ένα. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στην οικονομία και οδήγησαν στη μεγαλύτερη στάση πληρωμών προεπιλογή στη σύγχρονη ιστορία.

ΙΙΙ. Φίλοι και εχθροί της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον»

Τρία κύρια ρεύματα μπορούν να διακριθούν σχετικά με την αξιολόγηση της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Το πρώτο ρεύμα περιλαμβάνει τους υπερασπιστές και υποστηρικτές της, είτε αυτοί την αποδέχονται κριτικά είτε όχι, με δύο λόγια την ιστορική της κληρονομιά. Το δεύτερο προέρχεται επίσης από τη νεο-κλασσική οικονομική θεωρία αλλά αξιολογεί αρνητικά τον αντίκτυπο της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» και επίσης αμφισβητεί μέρος του αναλυτικού πλαισίου της. Αυτό το δεύτερο ρεύμα συνδέεται με το επιχείρημα της «μετα-Ουάσιγκτον συναίνεσης». Τέλος, υπάρχει ένα τρίτο ρεύμα που προέρχεται από τη μαρξιστική και την ριζοσπαστική πολιτική οικονομία που όχι μόνο αξιολογεί αρνητικά τον αντίκτυπο της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» αλλά και κινείται σε μια εντελώς διαφορετική αναλυτική και ιδεολογική κατεύθυνση.

Μεταρρυθμιστές και φονταμεταλιστές

Οι υποστηρικτές της συναίνεσης της Ουάσιγκτον υποδιαιρούνται σε δύο στρατόπεδα. Το πρώτο περιλαμβάνει τους φανατικούς οπαδούς που υποστηρίζουν ότι οι αποτυχίες της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» ήταν το αποτέλεσμα της ελαττωματικής εφαρμογής της και των απρόθυμων μεταρρυθμιστών (π.χ. Krueger (2000), Franco (1999)). Το δεύτερο στρατόπεδο υποστηρίζει ότι πρέπει να υπάρξει «μια μεταρρύθμιση των μεταρρυθμίσεων», δηλ. ότι παρά τα πλεονεκτήματα της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» είναι απαραίτητη μια επαναξιολόγηση της ημερήσιας διάταξής της (π.χ. Kuczynski & Williamson (2003), ECLAC (1995), Ffrench-Davis (2000)).

Για τους φονταμενταλιστές οπαδούς της ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας και οι πολιτικές συνταγές είναι σωστές. Αυτό που πήγε στραβά είναι ο τρόπος που εφαρμόστηκαν. Κατά συνέπεια, στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να δοθεί προσοχή στο δυναμικό του κράτους, τους γραφειοκρατικούς περιορισμούς και τα προβλήματα αντιπροσώπευσης. Τα ζητήματα της αποτελεσματικής διακυβέρνησης και ακόμη και οι «δεύτερες καλύτερες επιλογές»  πρέπει να ληφθούν υπόψη. Υπάρχει, εντούτοις, ένα νέο στοιχείο που υποβόσκει στην υπεράσπισή της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Με την εστίαση σε αυτά τα ζητήματα, πρέπει να δώσουν προσοχή στο ρόλο των θεσμών, ένα στοιχείο μάλλον ξένο στις καθαρές εκδόσεις της νεοφιλελεύθερης προσέγγισης.

Εντούτοις, μια αυξανόμενη πλειοψηφία υποστηρικτών της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» αναγνωρίζει ότι τα προβλήματά της είναι πολύ πιο σοβαρά από απλά λάθη εφαρμογής. Αυτή η προσέγγιση έχει επιβληθεί από εσωτερικές διαφωνίες μέσα στα ορθόδοξα οικονομικά. Οι πενιχρές επιδόσεις της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» έχουν προκαλέσει σημαντική αμηχανία μέσα στην επικρατούσα ορθόδοξη τάση, η οποία κατέληξε, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 και μετά, σε μια σειρά κριτικών (π.χ. Fisher (2003), Krugman (1990), Rodrik (1992), Sachs (1987)). Για αυτούς τους επικριτές η αρχική έκδοση είναι πάρα πολύ άκαμπτη (καθώς αγνοεί της ενδιάμεσες πολιτικές θέσεις μεταξύ των άκρων του άκρατου νεοφιλελευθερισμού και ενός αυθαίρετου παρεμβατισμού) και σπεύδει να υιοθετήσει προτάσεις πολιτικής βασισμένες απλά στη μεγιστοποίηση της φιλελευθεροποίησης. Έτσι άρχισε η αναζήτηση μιας μεταρρυθμιστικής έκδοσης της αρχικής «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Έγιναν αρκετές προτάσεις για μία τέτοιου είδους μεταρρύθμιση («μεταρρύθμιση των μεταρρυθμίσεων», «Διευρυμένη συναίνεση της Ουάσιγκτον» κ.λπ.). Ο ίδιος ο Williamson (το 2003, p.237) οδήγησε αυτήν την διαδικασία με την παραδοχή ότι τα αποτελέσματα ακόμη και του δικού ορισμού της συναίνεσης της Ουάσιγκτον υπήρξαν απογοητευτικά για τρεις κύριους λόγους:

1) Όπως αποδεικνύεται από σειρά κρίσεων, η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» δεν έδωσε έμφαση στην αποφυγή τους. Επιπλέον, είναι ένοχη για τον απερίσκεπτο ενθουσιασμό που υπήρξε σε ότι αφορά τα αποτελέσματα από την φιλελευθεροποίηση του λογαριασμού κεφαλαίων των ισοζυγίων πληρωμών.

2) Οι μεταρρυθμίσεις ήταν ελλιπείς, ιδιαίτερα όσον αφορά την αγορά εργασίας καθώς ο δυϊσμός στην τελευταία παρέμεινε. Επίσης η φορολογική μεταρρύθμιση εξάλειψε μεν τα δημοσιονομικά ελλείμματα δεν προέβλεψε όμως για την δημιουργία στις περιόδους ομαλότητας πλεονασμάτων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν αμορτισέρ για την απορρόφηση των κραδασμών στις περιόδους κρίσεις που απαιτείται η δημιουργία αυξημένων ελλειμμάτων. Επιπλέον, υπήρξε  αμέλεια σχετικά με την μεταρρύθμιση των θεσμών και στα ζητήματα της καλής διακυβέρνησης.

3) Οι στόχοι των μεταρρυθμίσεων ήταν στενοί (απλά αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση των ρυθμών της οικονομικής μεγέθυνσης) χωρίς να υπάρχει μέριμνα για την απασχόληση, την εισοδηματική διανομή, τα ζητήματα της φτώχειας και τα άλλα κοινωνικά ζητήματα.

Εντούτοις, ο Williamson υποστηρίζει ότι αυτές οι αποτυχίες δεν απαιτούν την εγκατάλειψη της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον», ούτε φυσικά να δοθεί στο σοσιαλισμό μια ακόμα ευκαιρία ή να επιστρέψει η βιομηχανική πολιτική ή έστω το κλείσιμο της οικονομίας και ο προστατευτισμός. Για τον Williamson (2003, σ.330), οι βτροποποιήσεις που χρειάζονται είναι (α) η φιλελευθεροποίηση της αγοράς εργασίας με έναν εκλεπτυσμένο τρόπο, (β) η βελτίωση της διανομής του εισοδήματος και (γ) η αναγνώριση του ρόλου των θεσμών. Υποβαθμίζει ακόμα και τις διαφορές που υπάρχουν με την λεγόμενη «Μετά-Ουάσιγκτον συναίνεση» υποστηρίζοντας ότι η μόνη διαφορά τους είναι ότι η τελευταία παρουσιάζει την ημερήσια διάταξή της ως αποκήρυξη της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» ενώ αυτός υποστηρίζει τη συνέχεια και τη μεταρρύθμισή της. Ομοίως, ο Williamson (200β, σ.1) επιδοκιμάζει  – με κάποιες δευτερεύουσες διορθώσεις – την «Διευρυμένη συναίνεση της Ουάσιγκτον» του Rodrik (2002). Ο Rodrik υποστήριξε ότι στο τέλος της δεκαετίας του ’90 προέκυψε μια αναθεωρημένη έκδοση της συναίνεσης της Ουάσιγκτον, η οποία διευρύνει την αρχική ημερήσια διάταξη της με τα ακόλουθα στοιχεία:

1)                  Εταιρική διακυβέρνηση

2)                  καταπολέμηση της διαφθοράς

3)                  Εύκαμπτες αγορές εργασίας

4)                  Συμφωνίες του ΠΟΕ

5)                  Οικονομικοί κώδικες και πρότυπα

6)                  «Συνετό» άνοιγμα του λογαριασμού κεφαλαίου του ισοζυγίου πληρωμών

7)                  Μη-ενδιάμεσα καθεστώτα συναλλαγματικής ισοτιμίας

8)                  Ανεξάρτητες κεντρικές τράπεζες / στοχοθέτηση πληθωρισμού

9)                  Κοινωνικά δίχτυα ασφάλειας

10)              Στοχοθετημένη μείωση της φτώχειας

Ο Williamson υιοθετεί την ατζέντα αυτή αλλά παραγνωρίζει ότι ο Rodrik (2002, σ.1) την είχε μεν επισημάνει αλλά ταυτόχρονα είχε ρητά απόρριψη την δυνατότητα πραγματοποίησής της.

Σε παρόμοιο πνεύμα, ο Ffrench-Davis (2000) και η ECLAC (1995) προσφέρουν έναν μικτό απολογισμό του αντίκτυπου των μεταρρυθμίσεων της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» στις Λατινοαμερικανικές οικονομίες και υποστηρίζουν την ανάγκη μιας «μεταρρύθμισης των μεταρρυθμίσεων». Για αυτούς, οι αρχικές μεταρρυθμίσεις επέβαλαν τη μακροοικονομική πειθαρχία στις τοπικές αρχές, κατανίκησαν τον υπερπληθωρισμό, βελτίωσαν των ισορροπία των προϋπολογισμών και τη φορολογική αποταμίευση και προώθησαν τις εξαγωγές. Αφ’ ετέρου, προκλήθηκαν νέες ανισορροπίες (ιδιαίτερα σε ότι αφορά τον εξωτερικό τομέα), οι πολιτικές ήταν πάρα πολύ άκαμπτες και δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στις αλλαγές του μακροοικονομικού περιβάλλοντος ενώ και οι κοινωνικές διαστάσεις παραμελήθηκαν, προκαλώντας κοινωνικές συγκρούσεις.

Σε μεγάλο βαθμό οι μεταρρυθμιστές προσπαθούν να υποβαθμίσουν τον ανοικτά νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» με το να επιτίθενται στο νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό και με το να υποστηρίζουν μια πρακτικά προσανατολισμένη πολιτική συζήτηση παρά τις ιδεολογικές και γενικές-θεωρητικές διαμάχες. Υπογραμμίζουν επίσης το ρόλο των θεσμών – η όποια είναι μια δειλή αναφορά στο κράτος – και τη σημασία των κοινωνικών ζητημάτων (όπως η φτώχεια και η δικαιοσύνη). Επομένως, συμπίπτουν – παραμερίζοντας της μεμονωμένες διαφωνίες – με τους προσανατολισμούς των θέσεων της «Μετα-Ουάσιγκτον συναίνεσης» αν και, συνήθως, την απορρίπτουν ως ετικέτα.

H «Μετα-Ουάσιγκτον συναίνεση»: μια κριτική εκ των έσω

Η θέση της «Μετα-Ουάσιγκτον συναίνεσης», προβλήθηκε από τον Joseph Stiglitz το 1998, και είναι η πιο φιλόδοξη προσπάθεια να επιλυθούν τα προβλήματα της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον», μέσα από την κυρίαρχη οικονομική θεωρία. Αυτό που την διακρίνει από άλλες κριτικές της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» που στηρίζονται στην κυρίαρχη οικονομική θεωρία είναι ότι είναι αισθητά επικριτική απέναντι στην τελευταία και ότι είναι βασισμένη σε μια διαφοροποιημένη αναλυτική προσέγγιση – μέσα βέβαια στα πλαίσια της νεοκλασσικής οικονομικής θεωρίας – αυτήν της «οικονομικής της πληροφορίας». Για τον Stiglitz (1989), δεν υπάρχει τέλεια πληροφόρηση, όπως υποθέτει η κυρίαρχη νεοκλασική άποψη. Άντ’ αυτού, υπάρχουν ασυμμετρίες της πληροφόρησης που επιτρέπουν την ύπαρξη συναλλακτικού κόστους και ατελειών της αγοράς. Κατά συνέπεια, ο ορισμός της ατέλειας της αγοράς διευρύνεται και τα επιχειρήματα για την ανάγκη της κρατικής παρέμβασης προκειμένου αυτές να μετριαστούν ενισχύονται. Αυτό αντιτίθεται άμεσα στη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον», όπου το κράτος δεν θεωρείται ως διορθωτική δύναμη. Αντιπαραβάλλεται επίσης και με τις παλιές Κεϋνσιανές πολιτικές των μεγάλης έκτασης κυβερνητικών παρεμβάσεων. Η πρώιμη Κεϋνσιανή αντίθεση στη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» συχνά δεχόταν τους όρους συζήτησης της τελευταίας, δηλ. έθετε το κράτος απέναντι στην αγορά και ευνοούσε την κρατική επέμβαση στη βάση είτε λανθασμένων τιμών, επιλέγοντας νικητές, είτε καθοδηγώντας τον ιδιωτικό τομέα μέσω των δημόσιων δαπανών. Αντίθετα, για τον Stiglitz (199ε, p.25) δεν μπορεί να υπάρξει μια επιστροφή στις παλαιές Κεϋνσιανές πολιτικές αλλά το κράτος πρέπει να εστιάσει αποκλειστικά σε αυτό που αποκαλεί βασικές αρχές, δηλ. οικονομικές πολιτικές, κατάλληλη ρύθμιση, βιομηχανική πολιτική, κοινωνική προστασία, βασική εκπαίδευση, υγεία, υποδομές, νόμος και τάξη, προστασία του περιβάλλοντος. Για αυτόν το ερώτημα δεν είναι εάν το κράτος πρέπει ή δεν πρέπει να αναμιχθεί στην οικονομία, αλλά μάλλον το θέμα είναι το πώς πρέπει να αναμιχθεί. Το κύριο επιχείρημά του είναι ότι το κράτος δεν είναι δύναμη ενάντια στην αγορά αλλά συμπληρωματικό της αγοράς.

Σε αυτήν την εναλλακτική αναλυτική προσέγγιση είναι βασισμένα τα «Νέα οικονομικά της Ανάπτυξης» (Νόμπελ (2001)) και η «Μετά-Ουάσιγκτον συναίνεση», που δίνουν έμφαση στην ιστορία και τους θεσμούς. Μέσω της έμφασης στους θεσμούς προσπαθούν να επαναφέρουν την κοινωνική διάσταση στην ανάλυση, σαν μέσω για την αντιμετώπιση και ενδεχομένως την διόρθωση των ατελειών της αγοράς. Στοχεύουν επίσης στο να διαφοροποιηθούν από τον παλαιού τύπου Κεϋνσιανό κρατισμό.

Για τον Stiglitz (1994, 1998a, 1998b) η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» αποτυγχάνει επειδή η απλή φιλελευθεροποίηση των αγορών δεν αρκεί για την κανονική λειτουργία τους, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η ύπαρξη των ασυμμετριών στην πληροφόρηση, που αποτρέπουν τις αγορές από να κατανείμουν αποτελεσματικά τους πόρους, και η έλλειψη ολοκληρωμένων και αποτελεσματικών θεσμικών συστημάτων για να μετριάσουν αυτές τις ασυμμετρίες είναι οι αιτίες αυτής της αποτυχίας. Κατά συνέπεια, η πολιτική ανάπτυξης δεν πρέπει να στοχεύσει μόνο στις αγορές αλλά και στους θεσμούς. Από αυτή την άποψη, η «Μετά-Ουάσιγκτον συναίνεση» μοιράζεται την ίδια ημερήσια διάταξη με την προκάτοχό της αλλά με μερικές κρίσιμες τροποποιήσεις. Η αφαίρεση των περιορισμών και ελέγχων στις αγορές και η διεθνής κεφαλαιακή κινητικότητα και οι ιδιωτικοποιήσεις πρέπει να γίνουν μέσω μιας ομαλής και βαθμιαίας διαδικασίας λαμβάνοντας υπόψη συγκεκριμένες ιστορικές και κοινωνικές καταστάσεις. Ουσιαστικό μέρος αυτής της διαδικασίας είναι η δημιουργία νέων θεσμικών ρυθμιστικών πλαισίων που να μπορούν να καθοδηγήσουν, να διορθώσουν και να ελέγξουν την αγορά. Επιπλέον, περισσότερο χώρος θα πρέπει να δοθεί στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας και στην άσκηση ενεργητικών πολιτικών. Πάνω από όλα αυτά, ο Stiglitz απορρίπτει την μονιστική εστίαση της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» στην καταπολέμηση του πληθωρισμού και θέτει σαν προτεραιότητα την σταθεροποίηση της παραγωγής και την προώθηση της μακροπρόθεσμης μεγέθυνσης (μέσω της εκπαίδευσης, της μεταφοράς τεχνολογίας και διάφορων άλλων καναλιών που αγνοούνται από τη συναίνεση της Ουάσιγκτον). Τέλος, υπογραμμίζει το ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος (το οποίο θεωρεί τον «εγκέφαλο» της οικονομίας) και υποστηρίζει ότι ο στόχος θα πρέπει να είναι ένα φιλελευθεροποιημένο οικονομικό σύστημα πλην όμως κατάλληλα ρυθμισμένο και αποδοτικό.

Η ριζοσπαστική κριτική: δομικά προβλήματα του καπιταλισμού και οι αναπτυσσόμενες χώρες

Υπάρχει επίσης μια ριζοσπαστικότερη κριτική τόσο της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» όσο και της «Μετά-Ουάσιγκτον συναίνεσης» που προέρχεται από τη μαρξιστική πολιτική οικονομία. Αυτή η προσέγγιση ακολουθεί μια διαφορετική αναλυτική κατεύθυνση εστιάζοντας στις κοινωνικές τάξεις και στις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις παρά στη μεγιστοποίηση του οφέλους των ατόμων (όπως οι δύο συναινέσεις). Υπό αυτό το πρίσμα η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» είναι ένα όχημα για την άσκηση της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας από τις αναπτυγμένες κεφαλαιοκρατικές οικονομίες (και πρώτιστα τις ΗΠΑ) πάνω στις αναπτυσσόμενες και λιγότερο αναπτυγμένες τις χώρες. Το σύνολο αυτών των πολιτικών προωθεί τα συγκεκριμένα συμφέροντα αυτών των οικονομιών, που προάγονται από την λεγόμενη παγκοσμιοποίηση.

Κατά συνέπεια, ο Shaikh (2003, 2004) διαφωνεί με την άποψη ότι το εμπόριο και η χρηματοπιστωτική φιλελευθεροποίηση προωθούν την ανάπτυξη, όπως τόσο η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» όσο και η «Μετά-Ουάσιγκτον συναίνεση» (πιο σαφώς) θεωρούν. Σαν εμπειρική διαπίστωση, οι οικονομίες που είναι τώρα αναπτυγμένες, στο παρελθόν, έχουν χρησιμοποιήσει συστηματικά το προστατευτικό εμπόριο και ενεργητικές χρηματοπιστωτικές πολιτικές προκειμένου να επιτύχουν την παρούσα θέση τους και, σε πολλές περιπτώσεις, τις ακολουθούν ακόμα και σήμερα. Επίσης, όπως ακόμη και οι οπαδοί των ορθόδοξων οικονομικών δέχονται (π.χ. Rodrik (2001), σ.7), έχει αποδειχθεί ότι οι πολιτικές φιλελευθεροποίησης δεν οδηγούν σε υψηλότερα ποσοστά οικονομικής μεγέθυνσης. Κατά συνέπεια, η πίεση για φιλελευθεροποίηση ευνοεί τους ανεπτυγμένους έναντι των αναπτυσσόμενων με το να απαγορεύει στους τελευταίους να ακολουθήσουν την πορεία των πρώτων. Ο Shaikh, επίσης, δείχνει ότι αυτές οι ατυχείς πολιτικές προέρχονται από τη λανθασμένη ορθόδοξη θεωρία του «συγκριτικού κόστους» και υποστηρίζει ότι μια προσέγγιση βασισμένη στην κλασσική θεωρία του «ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος» είναι και αναλυτικά και εμπειρικά ανώτερη.

Ομοίως, ο Fine (2001a, 2001b, 2002) επικρίνει την «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» γιατί συνειδητά παραμελεί τις κρίσιμες πτυχές της διαδικασίας ανάπτυξης προκειμένου να προωθηθούν οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που προάγουν τα συμφέροντα των κυρίαρχων κεφαλαιοκρατικών οικονομιών. Επικρίνει επίσης τη «Μετά-Ουάσιγκτον συναίνεση» σαν μη αληθινή εναλλακτική λύση ως προς την προκάτοχό της και για, το ότι τελικά μοιράζονται το ίδιο αναλυτικό πλαίσιο και την ίδια πολιτική ημερήσια διάταξη. Παρά τη θορυβώδη αντίθεσή της, η«Μετά-Ουάσιγκτον συναίνεση» όντως μοιράζεται το ίδιο αναλυτικό πλαίσιο, δηλαδή  αυτό του μεθοδολογικού ατομικισμού, με την πρόσθετη γεύση της έμφασης στις ασυμμετρίες της πληροφόρησης. Αυτή η γενικευτική υπεραπλούστευση της μεμονωμένης ατομικής συμπεριφοράς, ακόμα και όταν συμπληρώνεται με μια έμφαση στους θεσμούς, δεν μπορεί να συλλάβει την κοινωνική διάσταση και επιπλέον τις ταξικές σχέσεις κατηγορίας και τις σχέσεις εξουσίας που απορρέουν από τις προηγούμενες. Επιπλέον, και πάλι παρά την προσφάτως ανευρεθείσα εστίαση του Stiglitz στην ιστορία, δεν μπορεί να αντιληφθεί τις ποιοτικές διαστάσεις της ανάπτυξης και ιδιαίτερα της φύσης της ως μετάβαση από ένα στάδιο ανάπτυξης σε άλλο περιορίζοντας την ανάλυση στις διευθετήσεις που απαιτούνται για την εξέταση των ατελειών αγοράς. Τέλος, ο Fine υποστηρίζει ότι και οι δύο «συναινέσεις» είναι μέρος της ίδιας «ιμπεριαλιστικής» προσπάθειας από τα ορθόδοξα οικονομικά να αποικιστούν τα πεδία (όπως η θεωρία οικονομικής ανάπτυξης), που μέχρι τώρα παραμένουν άβατες περιοχές.

Στα ζητήματα πολιτικής, οι μαρξιστικές οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι οι αγορές δεν αποτελούν παράγοντες σταθερότητας και ισότητας αλλά αντιθέτως αποτελούν παράγοντες αποσταθεροποίησης και ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός αυξάνει τη φτώχεια και την ανισότητα. Αυτό ισχύει ειδικά για την χρηματοπιστωτική φιλελευθεροποίηση και την διεθνή κεφαλαιακή κινητικότητα, οι οποίες – όπως επαναεπιβεβαίωσε η εμπειρία της δεκαετίας του ’90 – αύξησε την χρηματοπιστωτική αστάθεια στο εσωτερικό των χωρών και προκάλεσε τις κρίσεις των ισοζυγίων πληρωμών. Επιπλέον, η αυξημένη σημασία των χρηματοπιστωτικών παραγόντων απορροφά πόρους που θα μπορούσαν να έχουν ενισχύσει την αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης και αυξάνει με μη παραγωγικό τρόπο τις αποδόσεις των μεσαζόντων της χρηματαγοράς. Τέλος, υποστηρίζουν ότι ο αχαλίνωτος ανταγωνισμός οδηγεί στη συγκέντρωση και στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και, επομένως, στη δημιουργία των εθνικών και διεθνών μονοπωλίων, τα οποία επιβάλλουν τα συμφέροντα τους στα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού και τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες. Τελικά, αυτή η διαδικασία οδηγεί σε αυξανόμενες αποκλίσεις μεταξύ των οικονομιών, αντίθετα προς τις ορθόδοξες πεποιθήσεις. Από την άποψη της εσωτερικής οικονομίας, οι πολιτικές της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» οδηγούν σε αρνητική εισοδηματική κατανομή (προς όφελος των πλουσιότερων στρωμάτων), δεδομένου ότι ρίχνουν το βάρος των προσαρμογών στα φτωχότερα στρώματα και διαβρώνουν συστηματικά την διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων (μέσω της μεγαλύτερης ευελιξίας αμοιβών, του περιορισμού των ρυθμιστικών πλαισίων που προστατεύουν την εργασία και την μείωση των πραγματικών βασικών μισθών). Η αρνητική κατανομή του εισοδήματος επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο με τις ιδιωτικοποιήσεις (που καθιστούν δαπανηρότερη την παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας) και την διάβρωση του αναδιανεμητικού ρόλου του κράτους (μέσω των οπισθοδρομικών αλλαγών στα φορολογικά συστήματα και της περικοπής των δημόσιων δαπανών).

Για την ριζοσπαστική κριτική η πρόοδος για τις αναπτυσσόμενες χώρες δεν βρίσκεται στις συνταγές ούτε της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον» ούτε της «Μετά-Ουάσιγκτον συναίνεσης». Αντ’ αυτού, απαιτείται ένα άλλο αναπτυξιακό πρότυπο στο οποίο το κράτος πρέπει να έχει ρητά έναν ενεργό ρόλο στην προώθηση του εμπορίου και των βιομηχανικών πολιτικών καθώς και μιας σε θετική κατεύθυνση ανακατανομής του εισοδήματος. Επιπλέον, αυτές οι νέες οικονομικές λειτουργίες του κράτους πρέπει να είναι δημοκρατικά υπόλογες και βασισμένες στα λαϊκά κινήματα. Μια τέτοια εναλλακτική αναπτυξιακή στρατηγική θα έπρεπε απαραιτήτως να αντιπαρατεθεί ενάντια στις ηγεμονικές διεθνείς οικονομικές σχέσεις.

IV. Η ανάπτυξη ως κοινωνικό πρόβλημα

Στην αρχή του 21ου αιώνα η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» είναι, κατ’ όνομα τουλάχιστον, νεκρή. Εντούτοις, η προοπτική δεν είναι καθόλου προφανής.

Από μακροπρόθεσμη άποψη η παγκόσμια οικονομία ζει ακόμα τις συνέπειες της δομικής κρίσης του 1973. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από το ότι από τότε σχεδόν όλες οι κρίσιμες μακροοικονομικές μεταβλητές παρουσιάζουν έναν μάλλον ζοφερό απολογισμό. Αυτή η κρίση τελείωσε το προηγούμενο modus operandi της κεφαλαιοκρατίας και απαίτησε μια νέα αρχιτεκτονική του συστήματος. Από την προοπτική της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, αυτό δεν ήταν μια απλή περιοδική κρίση υπερσυσσώρευσης, αλλά έχει ένα δομικό χαρακτήρα που έχει να κάνει με την εξάντληση των βασικών στοιχείων της προηγούμενης αρχιτεκτονικής του συστήματος (σχέση μεταξύ των πληρωμένου και απλήρωτου χρόνου εργασίας, διαδικασίες παραγωγής και κυκλοφορίας, κοινωνικό και πολιτικό εποικοδόμημα κ.λ.π.). Η πρώτη συστηματική προσπάθεια να υπερνικηθεί αυτό το πρόβλημα ακολούθησε τις συνταγές της τότε οικονομικής ορθοδοξίας, δηλ. του Κεϋνσιανισμού. Κατά συνέπεια, υιοθετήθηκαν Κεϋνσιανές συντηρητικές πολιτικές. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμά τους ήταν ότι θεώρησαν την κρίση απλά ως κρίση υποκατανάλωσης και προσπάθησαν να την επιλύσουν μέσω μιας αντιφατικής ενίσχυσης της ζήτησης. Ειδικότερα, προσέφυγαν στα μέτρα λιτότητας (όπως ο περιορισμός  των αυξήσεων των αμοιβών των εργαζομένων που περιόρισε το εισόδημα τους και το κόστος εργασίας και προήγαγε την κερδοφορία) και στις κρατικές πολιτικές (περικοπή φόρων, κρατικές παραγγελίες και επιχορηγήσεις) που υποστήριξαν την κεφαλαιοκρατική κατανάλωση και την ζήτηση μεταξύ των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Αυτές οι πολιτικές μακροπρόθεσμα απέτυχαν, διότι αποδυνάμωσαν τον ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστών, αποτρέποντας κατά συνέπεια την καταστροφή των λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαίων.

Κατόπιν ακολούθησαν τα νεο-συντηρητικά ρεύματα, πρώτα στις εθνικές τους (μονεταρισμός) και έπειτα στις διεθνείς τους παραλλαγές (νεοφιλελευθερισμός). Μερικά από τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους ήταν η έμφαση στην πλευρά της προσφοράς, η ανεμπόδιστη λειτουργία του ανταγωνισμού, η απόσυρση του κράτους από την οικονομία και επίσης το άνοιγμά της τελευταίας. Η απόσυρση του κράτους από την οικονομική δραστηριότητα δημιούργησε νέα πεδία για την κερδοφορία του κεφαλαίου μέσω των ιδιωτικοποιήσεων (που γίνονταν συχνά σε τιμές κόστους). Περιόρισε επίσης τη δυνατότητα των εργαζόμενων και λαϊκών στρωμάτων να πιέζουν για παραχωρήσεις και οικονομικά οφέλη. Μαζί με τη φιλελευθεροποίηση των εσωτερικών και εξωτερικών αγορών, ίσχυσαν σε όλες τις αγορές (συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εργασίας και για αυτό το λόγο η επίθεση του νεο-συντηρητισμού στους κατά των εργαζομένων ήταν πολύ πιο σοβαρή από αυτή του συντηρητικού Κεϋνσιανισμού) οι κανόνες του αυστηρού ανταγωνισμού. Αυτοί επέτρεψαν την πλήρη εφαρμογή της εξυγιαντικής δύναμης του ανταγωνισμού (η επιβίωση του ισχυρότερου) – με το κράτος να έχει περιορισμένη δυνατότητα να αλλοιώνει αυτήν την διαδικασία – ως μέσου υπερνίκησης της κρίσης. Η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» είναι το πνευματικό παιδί αυτών των ρευμάτων στον τομέα της θεωρίας και της πολιτικής της ανάπτυξης. Υπό αυτήν την έννοια έχει παρόμοια πλεονεκτήματα αλλά ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται και από παρόμοιες ανεπάρκειες με την εκδοχή της που εφαρμόστηκε στις αναπτυγμένες χώρες. Μεσοπρόθεσμα στήριξε την κερδοφορία του κεφαλαίου με την παροχή των νέων πεδίων για την επένδυση, μειώνοντας το μισθολογικό και μη-μισθολογικό κόστος και εκκαθαρίζοντας την οικονομία από μη-βιώσιμα ατομικά κεφάλαια. Αφ’ ετέρου, με το να δώσει υπερβολική έμφαση στο ρόλο του ανταγωνισμού περιέπεσε στην αφελή πεποίθηση ότι απλά και μόνο η αυθόρμητη δράση των ατομικών κεφαλαίων θα αρκούσε για να επαναφέρει την κεφαλαιοκρατική οικονομία σε μία νέα «χρυσή εποχή» της συσσώρευσης. Έτσι παραγνώρισε ότι υπάρχουν σημαντικές αντιφάσεις μεταξύ των ατομικών και των συλλογικών κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων και για αυτόν τον λόγο ο ρόλος του κράτους, σαν «συλλογικού καπιταλιστή», είναι απαραίτητος. Περαιτέρω, το εύρος και το βάθος της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που απαιτείται για να ξεπεραστεί η δομική κρίση χρειάζεται πολύ περισσότερα πράγματα από την αυθόρμητη δράση των δυνάμεων αγοράς. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος για τον οποίο απαιτείται η παρουσία του κράτους ως στρατηγείου, το οποίο θα καθοδηγήσει, θα παρακινήσει και θα διορθώσει την αγορά.

Αυτές οι αδυναμίες βρίσκονται στον πυρήνα των αποτυχιών του νεοφιλελευθερισμού και της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Σχετική με αυτές τις αδυναμίες είναι και η ανανεωμένη έμφαση – είτε από υποστηρικτές είτε από τους επικριτές τους – στο ρόλο των θεσμών. Για αυτούς τους λόγους τόσο ο νεοφιλελευθερισμός και η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» ουσιαστικά ξεπεράσθηκαν στην αρχή του 21ου αιώνα και άρχισε η αναζήτηση για τους διαδόχους τους. Οι σοσιαλφιλελεύθερες τάσεις εμφανίζονται ως ένας τέτοιος διάδοχος και η «Μετά-Ουάσιγκτον συναίνεση» είναι μέρος τους. Η κύρια παρακαταθήκη τους είναι ότι αντιπροσωπεύουν μια ρήξη μέσα στη συνέχεια του νεοφιλελευθερισμού. Χτίζουν επάνω στις επιτυχίες του αλλά και προσπαθούν να διορθώσουν τις ανεπάρκειές του. Κατά συνέπεια αναζητείται ένας νέος ρόλος για το κράτος-στρατηγείο και επίσης, παρά τις σοβαρές κοινωνικές αναταραχές, μια πιο εκλεπτυσμένη μορφή μεταρρυθμίσεων και συμβιβασμών με την εργατική τάξη και τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα.

Εντούτοις, αυτή η νέα αναδυόμενη ορθοδοξία έχει τις ανεπάρκειές της και, στις περιπτώσεις της «Μετά-Ουάσιγκτον συναίνεσης», η ριζοσπαστική κριτική είναι πολύ ακριβής ως προς αυτό. Σε αναλυτικούς όρους, η κριτική της «Μετά-Ουάσιγκτον συναίνεσης» ενάντια στη προκάτοχο της επισημαίνει σωστά τον μη–κοινωνικό χαρακτήρα της τελευταίας και την αδυναμία της να αντιληφθεί τις κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις της διαδικασίας της ανάπτυξης. Εντούτοις, αυτή η ατέλεια δεν μπορεί να επισκευαστεί απλά προσθέτοντας έναν ρόλο για το κράτος και τους θεσμούς με σκοπό να καταπολεμήσουν τις ατέλειες αγοράς που προκαλούνται από τις ασυμμετρίες της πληροφόρησης και που γίνονται αντιληπτές στη βάση του μεθοδολογικού ατομικισμού. Οι κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις του προβλήματος της ανάπτυξης είναι πολύ ευρύτερες, και δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές στην έκταση που απαιτείται ακόμη και από «κοινωνικοποιημένες» εκδόσεις του μεθοδολογικού ατομικισμού απαιτούν περισσότερο ριζικά και αυστηρά μέσα από την απλή δημιουργία κάποιων θεσμών. Από μία άποψη, όπου η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» δημιουργεί (ή επεκτείνει) τις αγορές – και σε μερικές περιπτώσεις όπου αυτό δεν μπορεί να γίνει δημιουργεί οιονεί αγορές με την επιβολή ιδιωτικοοικονομικών τρόπων λειτουργίας – η «Μετά– Ουάσιγκτον συναίνεση» προσπαθεί να δημιουργήσει οιονεί–κοινωνίες σαν συμπληρώματα των αγορών. Αγνοεί ότι τα κοινωνικά και ταξικά συμφέροντα είναι αυτά που δημιουργούν τα θεσμικά πλαίσια και τους κανόνες – και μερικές φορές ακόμη και τις αγορές. Περαιτέρω, ο διαχωρισμός σε διαφορετικά κοινωνικά και ταξικά συμφέροντα δεν είναι αποτέλεσμα απλά και μόνο των λίγο πολύ εφήμερων ασυμμετριών της πληροφόρησης αλλά πιο θεμελιωδών και βαθιά εδραιωμένων κοινωνικοπολιτικών παραγόντων. Για όλους αυτούς τους λόγους και παρά την γενναία κριτική που κάνει ο εισηγητής της ενάντια στην προκάτοχο της, φαίνεται ότι το περισσότερο που μπορεί να προσφέρει η «Μετά-Ουάσιγκτον  συναίνεση» είναι ένας συμβιβασμός με την προκάτοχό της. Αυτό πιθανώς σημαίνει ότι αναγκαστικά και αυτή θα παραγάγει τα παρόμοια με την «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» ζοφερά αποτελέσματα σχετικά με τη διαδικασία της ανάπτυξης. Η μόνη περιοχή όπου μπορεί να έχει μια περιορισμένη επιτυχία είναι σε μια μορφή γατοπαρδισμού (gatopardismo – για να δανειστούμε τον όρο από την διάσημη ταινία του Lucino Viscodi): όλα στο σύστημα πρέπει να αλλάξουν για να παραμένει το σύστημα αμετάβλητο.



Βιβλιογραφικές Αναφορές

Atkinson, Anthony (1999a), ‘Is Rising Inequality Inevitable? A Critique of the Transatlantic Consensus’, third WIDER Annual Lecture, Helsinki.

Atkinson, Anthony (1999b), The Economic Consequences of Rolling Back the Welfare State, Cambridge: MIT Press.

Chossudovsky, Michel (1997), The Globalisation of Poverty: Impacts of IMF and World Bank Reforms, London: Zed Books.

Economic Commission for the Latin America and the Carribean of the U.N. – ECLAC (1995), Policies to Improve Linkages with the Global Economy, Santiago: United Nations.

Fine, Ben (2001a), Social Capital versus Social Theory: Political economy and social science at the turn of the millennium, London: Routledge.

Fine, Ben (2001b), ‘Neither the Washington nor the post-Washington consensus: An introduction’ in Fine Ben, Costas Lapavitsas and Jonathan Pincus (eds), (2001), From Development Policy in the Twenty-first century: Beyond the Post-Washington Consensus, London: Routledge: Studies in Development Economics.

Fine, Ben (2002), ‘Globalisation and Development: The Imperative of Political Economy’, preliminary draft for the Conference ‘Towards a New Political Economy of Development: Globalisation and Governance’, Sheffield, July.

Fisher, Stanley (2003), ‘Globalization and its Challenges’, American Economic Review vol.93 no.2.

Ffrench-Davis, Ricardo (2000), Reforming the Reforms in Latin America: Macroeconomics, Trade, Finance, London: Macmillan.

Franco, Gustavo (1999), ‘Brazil’s economic crisis the result of political complacency, banking expert says’, Stanford [online] Report, October 13.

Kuczynski, Pedro-Pablo & Williamson, John (2003) eds., After the Washington Consensus: Restarting Growth and Reform in Latin America, Washington: Institute for International Economics.

Krueger, Anne (ed.) (2000), Economic Policy Reform: The Second Stage, Chicago: University of Chicago Press.

Krugman, Paul (1990), The Age of Diminished Expectations, Cambridge, Mass.: The MIT Press.

Kozul-Wright, Richard & Rayment, Raul (2004), ‘Globalization Reloaded: An UNCTAD Perspective’, Discussion Paper No.167.

Naim, Moises (2002), ‘Washington Consensus: A Damaged Brand’, Financial Times October 28.

Nobel (2001), ‘Markets with Asymmetric Information’, Advanced Information, www.nobel.se/economics/laureates/2001/public.html.

Rodrik, Dani (1992), ‘Conceptual Issues in the Design of Trade Policy for Industrialization’, World Development vol. 20, No3, June.

Rodrik, Dani (2001), The Global Governance of Trade: As if Trade Really Mattered, United Nations Development Programme (UNDP).

Rodrik, Dani (2002), ‘After Neoliberalism, What?’, Remarks at the BNDES Seminar on ‘New Paths of Development’, Rio de Janeiro, September 12-13.

Rodrik, Dani (2003), Growth Strategies, Harvard: Harvard University Press.

Sachs, Jeffrey (1987), ‘Trade and Exchange-rate Policies in Growth-oriented Adjustment Programs’, in V. Corbo, M. Goldstein and M.Khan, (eds.), Growth-oriented Adjustment Programs, IMF and the World Bank, Washington D.C.

Shaikh, Anwar (2003). ‘Globalization and the Myth of Free Trade’, Paper for the Conference on Globalization and the Myths of Free Trade, New School University, New York.

Shaikh, Anwar (2004). ‘The economic mythology of neoliberalism’, in Alfredo Saad-Filho (ed.) ‘Neoliberalism: A Critical Reader, London: Pluto Press.

Stiglitz, Joseph (1989), ‘Markets, Market Failures and Development’, American Economic Review vol.79, no.2.

Stiglitz, Joseph (1994), ‘The Role of the State in Financial Markets’ in Proceedings of the World Bank Annual Conference on Development economics, vol.2, World Bank, Washington, D.C., May.

Stiglitz, Joseph (1998a) ‘More Instruments and Broader Goals: Moving Toward the Post-Washington Consensus’, the 1998 WIDER Annual Lecture Helsinki, January.

Stiglitz, Joseph (1998b) ‘Towards a New Paradigm for Development: Strategies, Policies and Processes’, Prebisch Lecture, UNCTAD, Geneva.

Williamson, John (1990), ‘What Washington Means by Policy Reform’ in Williamson (ed.), Latin American Adjustment: How much has happened?, Washington: Institute for International Economics.

Williamson, John (1997), ‘The Washington Consensus Revisited’, in L. Emmerij (ed.), Economic and Social Development into the XXI Century, IDB, Washington, D.C.

Williamson, John (2000), ‘What Should the World Bank Think About the Washington Consensus?’, World Bank Research Observer vol.15 no.2, August.

Williamson, John (2002), ‘Did the Washington Consensus Fail?’, remarks at the Center for Strategic & International Studies, November 6.

Williamson, John (2003), ‘Our Agenda and the Washington Consensus’ in Kuczynski & Williamson (eds.) After the Washington Consensus: Restarting Growth and Reform in Latin America, Washington: Institute for International Economics.

Williamson, John (2004a), ‘The Washington Consensus as Policy Prescription for Development’, A lecture in a series ‘Practitioners of Development’ delivered at the World Bank, January 13.

Williamson, John (2004b), ‘A Short History of the Washington Consensus’, paper commissioned by Fundacion CIDOB for the conference ‘From the Washington Consensus towards a new Global Governance’, Barcelona, September 24-25.


[1] Τμήμα Οικονομικών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
[2] Τράπεζα της Ελλάδος

ΠΗΓΗ: Stavros Mavroudeas Blog



ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ ΤΗ ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ:


Επαμεινώνδας Μαριάς (Περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ 15/9/2010) :  Η "Συναίνεση της Ουάσιγκτον", Το ιδεολογικό μανιφέστο του ΔΝΤ


Γιάννης Δραγασάκης (εφημ. ΕΠΟΧΗ 19/12/2004) : Η συναίνεση της Ουάσιγκτον και η ανάγκη εναλλακτικής διεξόδου

Ιστοσελίδα cynical (dialogoi.enet.gr 5/4/2010 ) :  Το Λεξιλόγιο του Νεοφιλελευθερισμού

Δημοσιογραφικό site tvxs.gr ( 1/3/2010 ) :  Το ΔΝΤ και η "συναίνεση της Ουάσιγκτον"


ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ:

Γεράσιμος Αρσένης ( Άρθρο στην εφημερίδα Καθημερινή 10/10/2004 ) :  Από την Ουάσινγκτον στην Βαρκελώνη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου